EUR-Lex -  62015CC0596 - EL
Karar Dilini Çevir:
EUR-Lex -  62015CC0596 - EL

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
MICHAL BOBEK
της 25ης Απριλίου 2017 ( 1 )
Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑596/15 P και C‑597/15 P
Bionorica SE (C‑596/15 P)
Diapharm GmbH & Co. KG (C‑597/15 P)
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Αίτηση αναιρέσεως – Δημόσια υγεία – Ισχυρισμοί υγείας που αφορούν φυτικές ουσίες – Παράλειψη της Επιτροπής να αναθέσει στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων την αξιολόγηση των ισχυρισμών υγείας που αφορούν φυτικές ουσίες»
I. Εισαγωγή

1.
Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1924/2006 ( 2 ) (στο εξής: κανονισμός), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όφειλε να διαβουλευθεί με την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (στο εξής: EFSA) και, μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2010, να θεσπίσει κατάλογο επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας για χρήση στα τρόφιμα. Παρά ταύτα, τον Σεπτέμβριο του 2010, η Επιτροπή ανέστειλε τη διενέργεια αξιολογήσεων από την EFSA ως προς τους ισχυρισμούς που αφορούσαν τρόφιμα φυτικής προελεύσεως (στο εξής: φυτικά τρόφιμα). Η αναστολή αυτή παραμένει σε ισχύ μέχρι σήμερα.

2.
Οι εταιρίες Bionorica SE (στο εξής: Bionorica) και Diapharm GmbH (στο εξής: Diapharm) (στο εξής, από κοινού: αναιρεσείουσες) άσκησαν αναίρεση κατά των διατάξεων που το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε στις υποθέσεις T‑619/14 και T‑620/14 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις) ( 3 ). Με τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις, οι προσφυγές κατά παραλείψεως που οι αναιρεσείουσες είχαν ασκήσει κατά της Επιτροπής απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες. Η φερόμενη ως παράλειψη της Επιτροπής συνίστατο στο γεγονός ότι δεν ανέθεσε στην EFSA να προβεί στην αξιολόγηση των ισχυρισμών υγείας για χρήση σε φυτικά τρόφιμα, προκειμένου να θεσπιστεί κατάλογος ισχυρισμών υγείας οι οποίοι δύνανται να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα αυτά (στο εξής: κατάλογος ισχυρισμών για φυτικά τρόφιμα)

3.
Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές ως απαράδεκτες με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή είχε θέσει τέλος σε οποιαδήποτε παράλειψή της, καθόσον απάντησε στην όχληση εκ μέρους των αναιρεσειουσών και, ως εκ τούτου, «έλαβε θέση». Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ούτε η Bionorica ούτε η Diapharm είχαν έννομο συμφέρον για την άσκηση των προσφυγών τους. Τέλος, έκρινε επίσης ότι η πράξη που θα εκδιδόταν δεν θα αφορούσε άμεσα την Diapharm.

4.
Οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως θέτουν ορισμένα σημαντικά και περίπλοκα ζητήματα ως προς το παραδεκτό. Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει λεπτομερώς το νόημα της έννοιας «έννομο συμφέρον» και, ιδίως, να αποσαφηνίσει το πώς η έννοια αυτή πρέπει να διακρίνεται από τις έννοιες «πράξη δεκτική προσφυγής» και «πράξη που αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα». Οι αιτήσεις αναιρέσεως απαιτούν επίσης την εφαρμογή της έννοιας «πράξη που αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα» όταν πρόκειται για παράλειψη, και επομένως στη μελλοντική κατάσταση στην οποία οι αναιρεσείουσες θα βρίσκονταν αν εκδιδόταν η ζητηθείσα πράξη. Τέλος, οι αιτήσεις αναιρέσεως εγείρουν το ζήτημα της συνεχιζόμενης ευθυγραμμίσεως, μετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, μεταξύ των προϋποθέσεων παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως και των προσφυγών κατά παραλείψεως.
II. Νομικό πλαίσιο
Το   δίκαιο της Ένωσης
1. Κανονισμός 1924/2006

5.
Στο άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο 5, του κανονισμού 1924/2006, οι ισχυρισμοί υγείας ορίζονται ως «[…] κάθε ισχυρισμός που δηλώνει, υπονοεί ή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει σχέση μεταξύ κατηγορίας τροφίμων, τροφίμου ή συστατικού του και της υγείας».

6.
Κατά το άρθρο 13, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή καταλόγους με ισχυρισμούς συνοδευόμενους από τους σχετικούς όρους. Κατόπιν διαβουλεύσεως με την EFSA, η Επιτροπή όφειλε να θεσπίσει μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2010, σύμφωνα με την εφαρμοστέα διαδικασία της επιτροπολογίας, κατάλογο με τους επιτρεπόμενους ισχυρισμούς και τους σχετικούς όρους. Οι κατάλογοι μπορούσαν να τροποποιηθούν μετά την προαναφερθείσα ημερομηνία στο πλαίσιο των διαδικασιών που προβλέπονται από τις επόμενες διατάξεις του κανονισμού.

7.
Κατά το άρθρο 10, απαγορεύεται η χρήση ισχυρισμών οι οποίοι δεν έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τον κανονισμό.

8.
Το άρθρο 17, παράγραφος 5, ορίζει ότι ισχυρισμοί υγείας «[…] που περιλαμβάνονται στους καταλόγους των άρθρων 13 και 14 μπορούν να χρησιμοποιούνται, σύμφωνα με τους όρους που ισχύουν γι’ αυτούς, από οποιονδήποτε υπεύθυνο επιχείρησης τροφίμων […]».

9.
Το άρθρο 28, παράγραφοι 5 και 6, προβλέπει ένα μεταβατικό καθεστώς εν αναμονή της καταρτίσεως του οριστικού καταλόγου των ισχυρισμών:
«5.   Οι ισχυρισμοί επί θεμάτων υγείας του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού μέχρι την έγκριση του καταλόγου του άρθρου 13, παράγραφος 3, με ευθύνη των επιχειρήσεων τροφίμων, υπό τον όρο ότι είναι σύμφωνοι με τον παρόντα κανονισμό και με τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται σε αυτούς, και με την επιφύλαξη της λήψης μέτρων διασφάλισης κατά το άρθρο 24.
6.   Οι ισχυρισμοί υγείας, πλην εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και στο άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις, πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, υπόκεινται στις ακόλουθες διατάξεις:
α)
Οι ισχυρισμοί επί θεμάτων υγείας οι οποίοι έχουν αξιολογηθεί και εγκριθεί σε κράτος μέλος εγκρίνονται ως εξής:
i)
τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2008 το αργότερο, τους ισχυρισμούς αυτούς συνοδευόμενους από έκθεση αξιολόγησης των επιστημονικών στοιχείων που υποστηρίζουν τον ισχυρισμό,
ii)
κατόπιν διαβουλεύσεως με την [Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων], η Επιτροπή εκδίδει, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 25, παράγραφος 3, απόφαση η οποία αφορά τους ισχυρισμούς επί θεμάτων υγείας που εγκρίνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, και έχει ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπληρώσεώς του,
Οι ισχυρισμοί επί θεμάτων υγείας, οι οποίοι δεν εγκρίνονται δυνάμει της παρούσας διαδικασίας, μπορούν να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούνται επί έξι μήνες από την έκδοση της απόφασης.
β)
Ισχυρισμοί επί θεμάτων υγείας οι οποίοι δεν έχουν αξιολογηθεί και εγκριθεί σε κράτος μέλος: Οι ισχυρισμοί αυτοί μπορούν να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούνται υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται αίτηση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό πριν από τις 19 Ιανουαρίου 2008. Οι ισχυρισμοί επί θεμάτων υγείας οι οποίοι δεν εγκρίνονται δυνάμει της παρούσας διαδικασίας, μπορούν να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούνται επί έξι μήνες από τη λήψη απόφασης κατά το άρθρο 17, παράγραφος 3.»
III. Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

10.
Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά εκτίθενται στις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις, η Bionorica είναι εταιρία η οποία παράγει και πωλεί φαρμακευτικά προϊόντα και συμπληρώματα διατροφής στην Ευρώπη. Στην επισήμανση και στις διαφημίσεις των προϊόντων της περιλαμβάνει ορισμένους ισχυρισμούς υγείας. Η Diapharm παρέχει διεθνώς διάφορες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η παροχή συμβουλών ως προς τη χρήση ισχυρισμών υγείας σε τρόφιμα και, ιδίως, σε συμπληρώματα διατροφής ( 4 ).

11.
Το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού ορίζει ότι μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2010 η Επιτροπή έπρεπε να θεσπίσει κατάλογο επιτρεπόμενων ισχυρισμών οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν στα τρόφιμα. Προκειμένου να συμβεί αυτό, η Επιτροπή έπρεπε πρώτα να συγκεντρώσει τους προτεινόμενους ισχυρισμούς από τα κράτη μέλη και να αναθέσει στην EFSA την αξιολόγησή τους. Η Επιτροπή ανέθεσε στην EFSA τη διενέργεια των απαραίτητων αξιολογήσεων. Ωστόσο, ακολούθως, τον Σεπτέμβριο του 2010, η Επιτροπή ανέστειλε τις εργασίες σχετικά με τους ισχυρισμούς που αφορούν φυτικά τρόφιμα, πλην όμως θέσπισε κατάλογο επιτρεπόμενων ισχυρισμών όσον αφορά τα λοιπά τρόφιμα κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΕ) 432/2012 ( 5 ).

12.
Στις 22 Απριλίου 2014, η Bionorica και η Diapharm απέστειλαν επιστολή στην Επιτροπή, ζητώντας της να αναθέσει στην EFSA να προβεί άμεσα στην αξιολόγηση των ισχυρισμών υγείας που είχε ανασταλεί, προκειμένου να θεσπιστεί ο κατάλογος του άρθρου 13, παράγραφος 3, του κανονισμού. Στις 19 Ιουνίου 2014, η Επιτροπή απάντησε στις αναιρεσείουσες κατά τον ακόλουθο τρόπο (στο εξής: επιστολή):
«Όπως σας είναι γνωστό, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία ανασκοπήσεως των ισχυρισμών υγείας επί των λεγόμενων “φυτικών τροφίμων” κατόπιν ανησυχιών που διατυπώθηκαν από αρκετά κράτη μέλη και ενδιαφερόμενους ως προς τη διαφορετική μεταχείριση που επιφυλάσσεται σε προϊόντα τα οποία περιέχουν τέτοιου είδους ουσίες, αφενός, από τη νομοθεσία σχετικά με τους ισχυρισμούς επί θεμάτων υγείας και, αφετέρου, από τη νομοθεσία σχετικά με τα παραδοσιακά βοτανοθεραπευτικά προϊόντα.
Εν αναμονή του αποτελέσματος αυτής της ανασκοπήσεως, η Επιτροπή κάλεσε την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) να διακόψει την επιστημονική της αξιολόγηση των ισχυρισμών υγείας οι οποίοι αφορούν φυτικά τρόφιμα. Η Επιτροπή αναγνωρίζει τη σημασία που το περίπλοκο αυτό ζήτημα έχει τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους οικονομικούς φορείς. Ωστόσο, προκειμένου να καθοριστεί ο βέλτιστος τρόπος ενέργειας, στην Επιτροπή θα πρέπει να παρασχεθούν ο χρόνος και το πλαίσιο που απαιτούνται προς τούτο.»
IV. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και οι αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις

13.
Στις 19 Αυγούστου 2014, η Bionorica και η Diapharm άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγές κατά παραλείψεως στρεφόμενες κατά της Επιτροπής (υποθέσεις T‑619/14 και T‑620/14, αντιστοίχως).

14.
Στις 20 Νοεμβρίου 2014, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου των προσφυγών, επί της οποίας οι αναιρεσείουσες απάντησαν στις 19 Δεκεμβρίου 2014.

15.
Με διατάξεις τις οποίες εξέδωσε στις 16 Σεπτεμβρίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές ως απαράδεκτες.

16.
Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επιστολή αποτελούσε καθορισμό της θέσεως της Επιτροπής, ο οποίος έθεσε τέλος σε οποιαδήποτε παράλειψή της να ενεργήσει.

17.
Επαλλήλως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ουδεμία αναιρεσείουσα είχε έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής. Συναφώς, εξέφερε τέσσερις κρίσεις.

18.
Πρώτον, μέχρις ότου η Επιτροπή θεσπίσει τον κατάλογο ισχυρισμών που ορίζει το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού, τυγχάνει εφαρμογής το μεταβατικό καθεστώς το οποίο προβλέπεται από τα άρθρα 28, παράγραφοι 5 και 6. Τούτο σημαίνει ότι οι ισχυρισμοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν επί όσο χρόνο τηρούνται ο κανονισμός και οι εφαρμοστέες εθνικές νομοθεσίες ( 6 ). Συνεπώς, αν θεσπιζόταν ο σχετικός κατάλογος, η μεγαλύτερη προσδοκία που θα μπορούσαν να έχουν οι αναιρεσείουσες θα ήταν η διατήρηση του δικαιώματος χρήσεως των συγκεκριμένων ισχυρισμών. Αν είχε θεσπιστεί ο κατάλογος, η κατάσταση όντως θα μπορούσε να είναι χειρότερη, καθόσον ήταν δυνατόν να απορριφθούν οι ισχυρισμοί ( 7 ).

19.
Δεύτερον, η μη θέσπιση του καταλόγου ουδόλως δημιουργεί ανισότητες στους όρους ανταγωνισμού. Το μεταβατικό καθεστώς επιτρέπει τη διατήρηση της χρήσεως των ισχυρισμών. Οποιεσδήποτε ανισότητες απορρέουν από τη μη θέσπιση του καταλόγου θα επηρέαζαν δυσμενώς μόνον τα συμφέροντα εκείνων των οικονομικών φορέων των οποίων οι ισχυρισμοί θα είχαν ήδη αξιολογηθεί και απορριφθεί. Ως εκ τούτου, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι έχουν οποιοδήποτε συμφέρον για τη θέσπιση του καταλόγου. Εξάλλου, στην πραγματικότητα, η Diapharm δεν είναι παραγωγός τροφίμων ώστε να καλύπτεται από τους σχετικούς ισχυρισμούς ( 8 ).

20.
Τρίτον, δεν υπήρξε ανασφάλεια δικαίου (από την οποία, υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, συνάγεται ότι αυτές έχουν έννομο συμφέρον) οφειλόμενη στη μη θέσπιση του καταλόγου, επειδή είναι σαφές ποιοι κανόνες ισχύουν κατά τη διάρκεια του μεταβατικού καθεστώτος. Εξάλλου, ακριβώς όπως συμβαίνει υπό τον κανονισμό 432/2012, η Επιτροπή έχει την ευχέρεια να θεσπίσει πρόσθετες μεταβατικές ρυθμίσεις ακόμη και στον τελικό κατάλογο που θεσπίζει ( 9 ).

21.
Τέταρτον, η Bionorica και η Diapharm δεν απέδειξαν ούτε ότι η ολιγωρία της Επιτροπής προκάλεσε σε αυτές οποιαδήποτε οικονομική βλάβη ούτε τον τρόπο με τον οποίο η θέσπιση του καταλόγου ισχυρισμών για φυτικά τρόφιμα θα έθετε τέλος σε αυτή τη βλάβη ( 10 ).

22.
Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, πέραν του γεγονότος ότι η Diapharm δεν είχε έννομο συμφέρον, η πράξη που θα εκδιδόταν δεν θα αφορούσε άμεσα την Diapharm, καθόσον η τελευταία ούτε παράγει ούτε πωλεί τρόφιμα στην ευρωπαϊκή αγορά ( 11 ).
V. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

23.
Με τις αιτήσεις αναιρέσεώς τους, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει τις διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου στις υποθέσεις T‑619/14 και T‑620/14 καθώς και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24.
Η Bionorica προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή είχε καθορίσει τη θέση της. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον συνήγαγε ότι η Bionorica δεν είχε έννομο συμφέρον για την άσκηση της προσφυγής της. Η Diapharm προβάλλει αυτούς τους δύο λόγους αναιρέσεως, καθώς και έναν τρίτο: το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η πράξη που θα εκδιδόταν δεν θα αφορούσε άμεσα την Diapharm ( 12 ).

25.
Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών. Υποστηρίζει ότι η ίδια καθόρισε τη θέση της και ότι, εν πάση περιπτώσει, ουδεμία από τις αναιρεσείουσες είχε έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή. Η Επιτροπή διατείνεται επίσης ότι η πράξη που θα εκδιδόταν δεν θα αφορούσε άμεσα την Diapharm. Τέλος, η Επιτροπή απορρίπτει οποιονδήποτε παραλληλισμό μεταξύ των προσφυγών ακυρώσεως και των προσφυγών κατά παραλείψεως όσον αφορά την παράλειψη εκδόσεως «κανονιστικής πράξεως» η οποία δεν «[συνεπάγεται] εκτελεστικά μέτρα» κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

26.
Οι αναιρεσείουσες και η Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις και διατύπωσαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 19 Ιανουαρίου 2017.
VI. Εκτίμηση
Α.   Εισαγωγή

27.
Σε αμφότερες τις κατ’ αναίρεση εκδικαζόμενες υποθέσεις, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι οι ασκηθείσες προσφυγές ήσαν απαράδεκτες λόγω του ότι (α) η Επιτροπή είχε καθορίσει τη θέση της και (β) τόσο η Bionorica όσο και η Diapharm στερούνταν εννόμου συμφέροντος. Όσον αφορά την Diapharm, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η προσφυγή της ήταν απαράδεκτη λόγω του ότι η πράξη που θα εκδιδόταν δεν θα την αφορούσε άμεσα.

28.
Για τους λόγους που παραθέτω κατωτέρω, φρονώ ότι όσον αφορά τα δύο πρώτα σημεία –τον καθορισμό της θέσεως και το έννομο συμφέρον– σε αμφότερες τις διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη περί το δίκαιο.

29.
Τούτο, κατά την άποψή μου, θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την αναίρεση της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την Bionorica. Περαιτέρω, θα προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί γενικώς επί του ζητήματος του παραδεκτού της προσφυγής της Bionorica, και, αν συνταχθεί με την άποψή μου ότι η συγκεκριμένη προσφυγή ασκήθηκε παραδεκτώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως.

30.
Μολονότι η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου που αφορά την Diapharm ενέχει επίσης νομικά σφάλματα όπως αυτά εκτίθενται στους δύο πρώτους λόγους αναιρέσεως που προβάλλει η Diapharm, εντούτοις η προσφυγή της θα πρέπει, εν τέλει, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, καίτοι για διαφορετικούς λόγους, ενώ παρέλκει η εξέταση του τρίτου λόγου αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η πράξη που θα εκδιδόταν θα αφορούσε άμεσα την Diapharm.
Β.   Πρώτος λόγος αναιρέσεως: παραβίαση του άρθρου 265 ΣΛΕΕ

31.
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, στο μέτρο που δέχθηκε ότι η επιστολή καθόριζε τη θέση της Επιτροπής, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

32.
Συμφωνώ.

33.
Όπως μπορεί να δει κανείς στο σημείο 12 των παρουσών προτάσεων, η πρώτη παράγραφος της επιστολής της Επιτροπής απλώς περιγράφει την ισχύουσα κατάσταση. Στην πρώτη περίοδο της δεύτερης παραγράφου σημειώνεται ότι η Επιτροπή ζήτησε από την EFSA να αναστείλει τις εργασίες της εν αναμονή του αποτελέσματος της ανασκοπήσεως που διενεργεί η Επιτροπή. Στη δεύτερη περίοδο της δεύτερης παραγράφου αναγνωρίζεται ότι η κατάσταση είναι περίπλοκη. Στην τρίτη περίοδο, η Επιτροπή απλώς δηλώνει ότι απαιτούνται χρόνος και το σχετικό πλαίσιο προκειμένου να αποφασίσει τι να πράξει.

34.
Συνολικώς, το νόημα της δεύτερης παραγράφου είναι ότι η εξέταση αυτού του περίπλοκου ζητήματος βρίσκεται σε εξέλιξη και ότι η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να δράσει άμεσα. Με άλλα λόγια, η Επιτροπή θέτει τις αναιρεσείουσες σε κατάσταση αναμονής. Ασφαλώς, η Επιτροπή δεν δηλώνει ότι αρνείται να δράσει.

35.
Από τη νομολογία καθίσταται σαφές ότι το να ζητείται από έναν οικονομικό φορέα να επιδείξει υπομονή ή να αναμείνει κατά τον χρόνο που το θεσμικό όργανο εργάζεται επί του επίμαχου ζητήματος δεν συνιστά λήψη θέσεως ( 13 ). Η επιστολή εμπίπτει ακριβώς σε αυτού του είδους τις απαντήσεις περί αναμονής. Ως εκ τούτου, δεν συνιστά λήψη θέσεως εκ μέρους της Επιτροπής.

36.
Η Επιτροπή διατείνεται ότι, δεδομένου του συγκεκριμένου πλαισίου, ήταν σαφές ότι η θέση της ήταν ότι απορρίπτει το αίτημα των αναιρεσειουσών να ενεργήσει.

37.
Δεν συμφωνώ. Στην καλύτερη περίπτωση, η επιστολή μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμφίσημη. Αμφισημίες οι οποίες αφορούν τη λήψη θέσεως εκ μέρους της Επιτροπής και οφείλονται στη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή θα πρέπει να αίρονται υπέρ του ενδιαφερομένου. Δεν μπορεί να απαιτηθεί ο προσφεύγων να μαντέψει το περιεχόμενο της ανακοινώσεως της Επιτροπής βάσει των συμφραζομένων και, ουσιαστικά, να το ερμηνεύσει εις βάρος των συμφερόντων του. Ασφαλώς, η σαφήνεια της ανακοινώσεως της Επιτροπής είναι λόγω της ίδιας της φύσεως της λειτουργίας της απίθανο να φθάσει στο επίπεδο της βιβλικής ρήσεως «[…]ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναί ναί, οὒ οὔ» ( 14 ). Όμως, αν η Επιτροπή επιθυμούσε να καταστήσει «ξεκάθαρα» γνωστή τη θεσμική της θέση, ασφαλώς όφειλε να είναι περισσότερο σαφής και μη διφορούμενη στην αλληλογραφία της.

38.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, φρονώ ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες πρέπει να γίνει δεκτός.
Γ.   Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: έννομο συμφέρον

39.
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι αυτές δεν είχαν επαρκές έννομο συμφέρον για την άσκηση των προσφυγών τους (έλλειψη εννόμου συμφέροντος). Συναφώς, αμφισβητούν τα συμπεράσματα στα οποία το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε όσον αφορά (α) το συγκρίσιμο της καταστάσεως των επιτρεπόμενων ισχυρισμών με αυτήν των ισχυρισμών που υπόκεινται στο μεταβατικό καθεστώς· (β) την έλλειψη οποιουδήποτε ανταγωνιστικού μειονεκτήματος· και (γ) τη διαπίστωση ότι δεν συντρέχει ανασφάλεια δικαίου ( 15 ).

40.
Επιπλέον, η Bionorica υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πραγματική πλάνη καθόσον έκρινε ότι αυτή είναι παραγωγός συμπληρωμάτων διατροφής. Η Bionorica διατείνεται ότι η συγκεκριμένη πλάνη συνέβαλε στο να μην αναγνωρίσει το Γενικό Δικαστήριο ότι αυτή είχε έννομο συμφέρον ( 16 ).

41.
Πρώτα, θα εξετάσω την προβαλλόμενη από την Bionorica ανακρίβεια όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά (υπό 1)· ακολούθως, θα εξετάσω γενικώς τη νομολογία σχετικά με το έννομο συμφέρον και τις ουσιώδεις προϋποθέσεις του (υπό 2)· και, τέλος, θα εφαρμόσω τη νομολογία αυτή στις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως (υπό 3).
1) Προβαλλόμενη πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά

42.
Το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνει επί των πραγματικών περιστατικών. Το Δικαστήριο ασκεί τον έλεγχό του μόνον στον βαθμό που από τα υποβληθέντα σε αυτό έγγραφα προκύπτει ουσιώδης ανακρίβεια των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου ή παραμόρφωση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ( 17 ).

43.
Στη διάταξη που εξέδωσε στην υπόθεση T‑619/14, το Γενικό Δικαστήριο σημειώνει ότι η Bionorica είναι επιχείρηση η οποία παράγει και διαθέτει στην ευρωπαϊκή αγορά φαρμακευτικά προϊόντα και συμπληρώματα διατροφής, καθώς και ότι είναι «παραγωγός τροφίμων» ( 18 ). Ωστόσο, από τη δικογραφία του Γενικού Δικαστηρίου καθίσταται σαφές ότι η Bionorica είναι επιχείρηση η οποία παράγει και διαθέτει στην αγορά φαρμακευτικά προϊόντα και όχι συμπληρώματα διατροφής ή τρόφιμα, γενικότερα. Τούτο επιβεβαιώνεται από την ίδια την Bionorica τόσο με τις γραπτές όσο και με τις προφορικές παρατηρήσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου.

44.
Κατά συνέπεια, υπ’ αυτήν την έννοια είναι σαφές ότι στη διάταξη που το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε στην υπόθεση T‑619/14 υπάρχει μία ουσιώδης ανακρίβεια.

45.
Πάντως, το αν τούτο κλονίζει το συμπέρασμα στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε όσον αφορά την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, αποτελεί διαφορετικό ζήτημα. Πράγματι, όπως ορθώς σημειώνει η Επιτροπή, αν η Bionorica πράγματι δραστηριοποιούνταν στην αγορά των συμπληρωμάτων διατροφής, η ίδια θα μπορούσε ευχερέστερα να αποδείξει ότι νομιμοποιείται για την άσκηση προσφυγής.

46.
Πριν εξετάσω το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος όσον αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση, θα υπενθυμίσω εν συντομία τα κύρια σημεία της νομολογίας επί του συγκεκριμένου ζητήματος.
2) Έννομο συμφέρον

47.
Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου ( 19 ). Ο γενικός σκοπός της εν λόγω προϋποθέσεως είναι να διασφαλιστεί ότι το Δικαστήριο δεν θα επιλαμβάνεται προσφυγών οι οποίες αποσκοπούν στη διατύπωση νομικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων ( 20 ). Η έκδοση (ή η ακύρωση) της πράξεως θα πρέπει να παρέχει πλεονέκτημα ή να είναι προς όφελος του προσφεύγοντος ( 21 ). Αυτό το «πλεονέκτημα» ή «όφελος» πρέπει επίσης να είναι προσωπικό. Με άλλα λόγια, ο προσφεύγων δεν δύναται να κινήσει δίκη για την ικανοποίηση αξιώσεως τρίτου ή χάριν του γενικού συμφέροντος (ήτοι actio popularis) ( 22 ).

48.
Κατά συνέπεια, η έννοια του «συμφέροντος» προϋποθέτει την άντληση κάποιου οφέλους για τον προσφεύγοντα σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της προσφυγής του. Αν η έκβαση μιας υποθέσεως είναι όντως αδιάφορη ή αρνητική για τον προσφεύγοντα, τότε αυτός δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής ( 23 ).

49.
Προκειμένου να αποδειχθεί ότι υφίσταται έννομο συμφέρον, μπορεί αυτό το προσωπικό όφελος να είναι πραγματικό ή θα πρέπει να είναι νομικό (υπό την έννοια του θετικού αντίκτυπου στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του προσφεύγοντος); Είμαι της γνώμης ότι μπορεί να ισχύει είτε το ένα είτε το άλλο είτε και τα δύο. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι το ένα από τα δύο είναι αρκετό. Για παράδειγμα, η βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσεως του προσφεύγοντος η οποία οφείλεται στην ακύρωση πράξεως μπορεί να συνιστά έννομο συμφέρον του ιδίου για την άσκηση της σχετικής προσφυγής ακυρώσεως.

50.
Πάντως, η επισκόπηση της νομολογίας δείχνει ότι θα ήταν σκόπιμο εκ μέρους του Δικαστηρίου να επιβεβαιώσει ρητώς την ως άνω διαπίστωση. Τούτο, επειδή υπάρχουν ορισμένες αποφάσεις οι οποίες, εκ πρώτης όψεως, δείχνουν ότι η διαπίστωση υπάρξεως εννόμου συμφέροντος προϋποθέτει την ύπαρξη αντίκτυπου στη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος ( 24 ). Ορισμένες δε διατάξεις φαίνεται να παρουσιάζουν τις έννοιες του οφέλους και των εννόμων συνεπειών ως εναλλακτικούς τρόπους εκφράσεως της ίδιας αυτής προϋποθέσεως ( 25 ).

51.
Πάντως, προσεκτικότερη εξέταση των αποφάσεων αυτών αποκαλύπτει γενικότερα ότι το Δικαστήριο απλώς παρουσιάζει μαζί τις προϋποθέσεις υπάρξεως «πράξεως δεκτικής προσφυγής» και «εννόμου συμφέροντος», σε μία ενιαία περίοδο ή σκέψη της αποφάσεώς του ( 26 ). Προφανώς, προκειμένου μια πράξη να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως ή προσφυγής κατά παραλείψεως, θα πρέπει να έχει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ( 27 ). Κατά συνέπεια, το αποτέλεσμα της υποθέσεως θα πρέπει να είναι ικανό να επιφέρει έννομες συνέπειες υπό την έννοια της αφαιρέσεως ή της εισαγωγής της εν λόγω πράξεως στην έννομη τάξη της Ένωσης. Τούτο όμως είναι διαφορετικό ζήτημα από το έννομο συμφέρον ( 28 ).

52.
Εξάλλου, το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τη νομολογία, η οποία δέχεται ότι ο προσφεύγων ασκεί παραδεκτώς προσφυγή όταν προκύπτει με σαφήνεια ότι, αν η επί της προσφυγής απόφαση είναι ευνοϊκή για τον προσφεύγοντα, η νομική του κατάσταση δεν θα μείνει ανεπηρέαστη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του είδους προσφυγών αποτελούν οι προσφυγές ακυρώσεως που ασκούνται παραδεκτώς από ανταγωνιστές κατά αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες εγκρίνονται συγχωνεύσεις ( 29 ).

53.
Η νομολογία επιβεβαιώνει επίσης ότι το συμφέρον πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς ( 30 ). Επομένως, υποθετικό συμφέρον δεν αρκεί ( 31 ). Το συμφέρον πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής και να διατηρείται μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως ( 32 ). Αν το συμφέρον που προβάλλει ο προσφεύγων αφορά μέλλουσα νομική κατάσταση, αυτός θα πρέπει να αποδείξει ότι είναι ήδη βέβαιη η προσβολή της καταστάσεως αυτής ( 33 ).

54.
Για λόγους σαφήνειας, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι τα εν λόγω νομολογιακά προηγούμενα δεν συνεπάγονται ότι, για να αποδειχθεί η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, όλα τα σχετικά μελλοντικά γεγονότα πρέπει να είναι βέβαια. Ειδικότερα, είναι δυνατό μια επιτυχής προσφυγή να ωφελεί τον προσφεύγοντα κυρίως επειδή δημιουργεί μια πιθανότητα ή μια ευκαιρία. Η ύπαρξη της πιθανότητας είναι βέβαιη, αλλά το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο. Με την περιστροφή της ρουλέτας δημιουργείται μια μικρή πιθανότητα μεγάλου κέρδους, πλην όμως αυτό δεν είναι εγγυημένο.

55.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι προσφυγές που ασκούνται στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Προσφεύγων ο οποίος βάλλει κατά της αναθέσεως συμβάσεως σε ανταγωνιστή του δεν έχει καμία εγγύηση ότι, αν ευδοκιμήσει η προσφυγή του, η σύμβαση θα ανατεθεί στον ίδιο. Πάντως, συχνά θα υπάρχει πιθανότητα να συμβεί αυτό και, επομένως, αυτός θα έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της αναθέσεως. Σε περιπτώσεις στις οποίες, για κάποιον λόγο, ο προσφεύγων δεν έχει καμία πιθανότητα, τότε πράγματι μπορεί να μην έχει κανένα έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής ( 34 ).

56.
Περαιτέρω παραδείγματα εννόμου συμφέροντος του είδους «ενδεχόμενου οφέλους» ή «διατηρήσεως της πόρτας ανοικτής» αποτελούν οι αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Flaherty ( 35 ) και Gordon ( 36 ). Στην υπόθεση Flaherty, οι προσφεύγοντες είχαν ζητήσει να τους παρασχεθεί η δυνατότητα αυξήσεως της δυναμικότητας του αλιευτικού τους στόλου. Η Επιτροπή είχε υποστηρίξει ότι μια ομάδα προσφευγόντων στερούνταν εννόμου συμφέροντος επειδή αυτοί δεν είχαν καν αρχίσει να ναυπηγούν τα σκάφη τους, εν αντιθέσει προς μια άλλη ομάδα προσφευγόντων η οποία το είχε ήδη πράξει. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αμφότερες οι ομάδες προσφευγόντων είχαν έννομο συμφέρον, ακόμη και αν το έννομο συμφέρον της δεύτερης ομάδας ήταν πιο επείγον ( 37 ). Στην υπόθεση Gordon, ο προσφεύγων έβαλλε κατά της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας του. Μολονότι είχε συνταξιοδοτηθεί λόγω μόνιμης αναπηρίας, εντούτοις κρίθηκε ότι η επαναπρόσληψή του ήταν ακόμη δυνατή και, ως εκ τούτου, ο ίδιος είχε έννομο συμφέρον να προσφύγει κατά της εν λόγω εκθέσεως ( 38 ).

57.
Συνοπτικά, έννομο συμφέρον υφίσταται όταν η έκδοση της επίμαχης πράξεως συνεπάγεται πραγματικό ή νομικό όφελος για τον προσφεύγοντα, σε προσωπικό επίπεδο. Γενικώς, το όφελος αυτό θα πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς ή, τουλάχιστον, να διαπιστώνεται σαφής πιθανότητα ή ευκαιρία για την αποκόμισή του. Αντιθέτως, αποκλεισμός του εννόμου συμφέροντος επειδή το όφελος είναι μόνον «πραγματικό» ή επειδή υπάρχει απλώς «πιθανότητα οφέλους» και όχι απόλυτη βεβαιότητα ως προς τούτο, ανεξάρτητα από μελλοντικά γεγονότα, απλώς δεν αποτυπώνεται στη νομολογία του Δικαστηρίου.
3) Εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση

58.
Μεταφέροντας στην υπό κρίση υπόθεση την προεκτεθείσα έννοια του «εννόμου συμφέροντος» όπως αυτή αποτυπώνεται στη νομολογία, θα εξηγήσω στη συνέχεια για ποιους λόγους εκτιμώ ότι η Bionorica όντως έχει έννομο συμφέρον. Υπ’ αυτήν την έννοια, στη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑619/14 έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη περί το δίκαιο. Πάντως, η Diapharm, ως οικονομικός φορέας προηγούμενου σταδίου, δεν έχει έννομο συμφέρον και η διάταξη που το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε στην υπόθεση T‑620/14 πρέπει να επικυρωθεί.

59.
Διάφορες πτυχές του συγκεκριμένου ζητήματος αξίζουν λεπτομερούς εξετάσεως. Βασικό σημείο στη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου αποτέλεσε η γενική σύγκριση μεταξύ του μεταβατικού καθεστώτος που προβλέπεται από το άρθρο 28 του κανονισμού και του μόνιμου καθεστώτος (ήτοι της θεσπίσεως του καταλόγου των επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας που αφορούν φυτικά τρόφιμα). Για τον λόγο αυτόν, θα αρχίσω την ανάλυσή μου εξετάζοντας ποιο «πλεονέκτημα» ή «όφελος» ενδέχεται να συνεπάγεται, γενικώς, η μετάβαση από το μεταβατικό στο «μόνιμο» καθεστώς, ήτοι η θέσπιση του καταλόγου ισχυρισμών υγείας που αφορούν φυτικά τρόφιμα (υπό i). Στη συνέχεια, θα εξετάσω το ζήτημα της ασφάλειας δικαίου ως νομικής βάσεως για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος (υπό ii). Τέλος, θα εξετάσω τις συγκεκριμένες περιπτώσεις της Bionorica (υπό iii) και της Diapharm (υπό iv).
i) Πλεονέκτημα του μόνιμου καθεστώτος έναντι του μεταβατικού καθεστώτος

60.
Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 39 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, ότι οι αναιρεσείουσες δεν θα μπορούσαν να αντλήσουν οποιοδήποτε όφελος από τη θέσπιση του καταλόγου ισχυρισμών που αφορούν φυτικά τρόφιμα. Ουσιαστικά, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι, εν αναμονή της θεσπίσεως του καταλόγου, έχει εφαρμογή το μεταβατικό καθεστώς. Στην πράξη, η ισχύουσα βάσει του μεταβατικού καθεστώτος κατάσταση ως προς οποιονδήποτε ισχυρισμό είναι η ίδια με αυτή που θα ίσχυε αν ο ισχυρισμός είχε εγκριθεί. Πράγματι, σε περίπτωση μη εγκρίσεως ισχυρισμού, η κατάσταση που ισχύει βάσει του μεταβατικού καθεστώτος θα ήταν ακόμη πιο πλεονεκτική.

61.
Δεν συμφωνώ.

62.
Από νομικής απόψεως, το μεταβατικό καθεστώς και η έγκριση των ισχυρισμών δεν αποτελούν ισοδύναμες καταστάσεις. Όπως υπογραμμίζουν οι αναιρεσείουσες, η κατάσταση που ισχύει βάσει του μεταβατικού καθεστώτος είναι αντικειμενικώς λιγότερο ευνοϊκή σε σχέση με την έγκριση, σαφέστατα επειδή η συνεχιζόμενη χρήση ισχυρισμών βάσει του μεταβατικού καθεστώτος υπόκειται σε όρους που τίθενται από τις εθνικές νομοθεσίες ( 39 ), και επομένως υπόκειται σε 28 δυνητικώς διαφορετικά μεταξύ τους καθεστώτα. Τούτο δεν ισχύει όσον αφορά τους ισχυρισμούς που έχουν ειδικά εγκριθεί βάσει των κανόνων του δικαίου της Ένωσης ( 40 ). Υπ’ αυτήν την έννοια, ως ζήτημα αρχής, είναι σαφές ότι η έγκριση των ισχυρισμών, συγκριτικά με το μεταβατικό καθεστώς, παρέχει σαφές όφελος ( 41 ).

63.
Το Γενικό Δικαστήριο σημείωσε ότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το μεταβατικό καθεστώς είναι προτιμότερο σε σχέση με την απόρριψη ενός ισχυρισμού. Ωστόσο, θεωρώ ότι το ενδεχόμενο απορρίψεως ενός ισχυρισμού δεν επαρκεί, από μόνο του, για να αφαιρέσει από τις αναιρεσείουσες το έννομο συμφέρον τους.

64.
Πρώτον, παραπέμπω συναφώς στο προαναφερθέν παράδειγμα δημοσίων συμβάσεων. Σε εκείνες τις υποθέσεις, οι προσφεύγοντες δεν αποσκοπούσαν στην εγγύηση ενός οφέλους, αλλά μόνο στην πιθανότητα οφέλους. Ένα τέτοιο δυνητικό όφελος είναι σαφές ότι υπάρχει επίσης στην υπό κρίση υπόθεση ( 42 ).

65.
Δεύτερον, και ίσως σημαντικότερον, η υπό κρίση υπόθεση είναι λίγο διαφορετική. Στις δημόσιες συμβάσεις, τα πιθανά αποτελέσματα της υποθέσεως, εξ ορισμού, μπορεί να είναι είτε θετικά (ακύρωση της αποφάσεως και εν συνεχεία κατακύρωση του διαγωνισμού στον προσφεύγοντα) είτε ουδέτερα (ακύρωση της αποφάσεως και εκ νέου μη κατακύρωση του διαγωνισμού στον προσφεύγοντα). Στην προκειμένη περίπτωση, το πιθανό αποτέλεσμα μπορεί, εξ ορισμού, να είναι είτε θετικό (θέσπιση του καταλόγου, έγκριση του ισχυρισμού) είτε αρνητικό (κατάρτιση του καταλόγου, απόρριψη του ισχυρισμού). Πάντως, σε αμφότερες τις περιπτώσεις το έννομο συμφέρον συνίσταται σαφώς στην πιθανότητα οφέλους.

66.
Τρίτον, φρονώ επίσης ότι η άποψη που υιοθετεί την προσέγγιση «η απόρριψη είναι κάτι αρνητικό» αποτελεί υπεραπλούστευση. Επίσης η απόρριψη ενός ισχυρισμού μπορεί να συνεπάγεται σαφή οφέλη. Για παράδειγμα, όπως υποστήριξε η Bionorica, η απόρριψη μπορεί να μεταφράζεται σε αυξημένη ασφάλεια δικαίου για τον οικονομικό φορέα: ένας συγκεκριμένος ισχυρισμός υγείας μπορεί να μην εγκριθεί, πλην όμως αυτό σημαίνει επίσης ότι ο οικονομικός αυτός φορέας έχει τη δυνατότητα να προσαρμόσει τη μελλοντική επιχειρηματική στρατηγική του. Ή, ίσως για να γίνω λίγο πιο κυνικός, η απόρριψη ισχυρισμών μπορεί να κάνει δυσκολότερη τη ζωή των ανταγωνιστών που επιδιώκουν τη χρήση των εν λόγω ισχυρισμών. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχει ένα πραγματικό όφελος του οικονομικού φορέα, σε προσωπικό επίπεδο.

67.
Σημαντικότερο δε είναι ότι βλέπω ορισμένα σοβαρά προβλήματα αν η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου φθάσει στο πλήρες λογικό συμπέρασμά της. Αν γίνει δεκτή αυτή η προσέγγιση, η πιθανότητα απορρίψεως ενός ισχυρισμού, και, συνεπώς, η δυνητική περιαγωγή του προσφεύγοντος σε θέση δυσμενέστερη από αυτή στην οποία βρίσκεται βάσει του μεταβατικού καθεστώτος, θα αρκεί για να άρει το έννομο συμφέρον του συγκεκριμένου προσφεύγοντος. Εκτιμώ ότι, αν γινόταν δεκτή μια τέτοια προσέγγιση, οι προσφεύγοντες θα είχαν έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής κατά παραλείψεως μόνο στις περιπτώσεις όπου η χειρότερη πιθανή έκβαση της ασκηθείσας προσφυγής θα έθετε τον προσφεύγοντα σε καθεστώς ευνοϊκότερο σε σχέση με την ισχύουσα κατάσταση.

68.
Φρονώ ότι κάτι τέτοιο θα ήταν επισφαλές σε αρκετά επίπεδα. Ιδιαίτερη δε ανησυχία δημιουργούν δύο πρακτικές του συνέπειες.

69.
Πρώτον, στην πράξη, όχι μόνον η Bionorica αλλά κανένας οικονομικός φορέας δεν θα μπορούσε να αποδείξει ποτέ ότι μετά τη θέσπιση του οριστικού καταλόγου η κατάσταση θα είναι οπωσδήποτε ευνοϊκότερη για τον ίδιο. Συνεπώς, αν αυτός ο συλλογισμός ακολουθηθεί μέχρι το τελικό του συμπέρασμα, κανείς οικονομικός φορέας δεν θα είχε ποτέ τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή κατά παραλείψεως.

70.
Δεύτερον, σε πολλές περιπτώσεις η προσέγγιση αυτή θα επέτρεπε στην Επιτροπή να εμποδίζει επ’ αόριστον την έκδοση οριστικών πράξεων, όταν της παρέχεται κάποια διακριτική ευχέρεια ως προς το αποτέλεσμα ( 43 ). Όπως οι αναιρεσείουσες υπογράμμισαν με τις προσφυγές τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο θα επηρέαζε δυσμενώς τους ενδιαφερόμενους σε περιπτώσεις παραλείψεως καθόσον δεν θα είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν οποιουδήποτε είδους προσφυγή ( 44 ).

71.
Επίσης, φρονώ ότι είναι υπερβολικά στενή η συγκεκριμένη ερμηνεία της έννοιας του εννόμου συμφέροντος, το οποίο, πάνω απ’ όλα, αποτελεί εργαλείο για τον αποκλεισμό επιπόλαιων ή ψευδεπίγραφων προσφυγών ή προσφυγών που ασκούνται χάριν του γενικού συμφέροντος,. Υπό την απλούστερη έκφρασή της, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος ισοδυναμεί με την ύπαρξη διακυβεύματος. Ενέχει την ανάληψη ρίσκου, όπου ο προσφεύγων έχει είτε να κερδίσει είτε να χάσει κάτι, ανάλογα με την έκβαση της υποθέσεως. Είναι σαφές για ποιον λόγο η νομολογία του Δικαστηρίου απαιτεί η προσφυγή να είναι ικανή να ωφελήσει τον προσφεύγοντα. Αν το αποτέλεσμα της προσφυγής δεν μπορεί παρά να είναι αρνητικό, τότε δεν υφίσταται έννομο συμφέρον.

72.
Πάντως, η προϋπόθεση αντλήσεως οφέλους δεν μπορεί να αντιστραφεί με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια κατάσταση κατά την οποία πρέπει να αντλείται όφελος ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Το μοναδικό που θα επιτύγχανε αυτού του είδους η προσέγγιση είναι η αποδυνάμωση της προσφυγής κατά παραλείψεως που προβλέπεται από το άρθρο 265 ΣΛΕΕ.

73.
Τέλος, η νομολογία σχετικά με τις προσφυγές κατά παραλείψεως είναι μικρή, και πολύ μικρότερη είναι αυτή σχετικά με την παράλειψη εκδόσεως προπαρασκευαστικών πράξεων ( 45 ). Εξ όσων γνωρίζω, δεν υπάρχει απόφαση του Δικαστηρίου έχουσα εξετάσει λεπτομερώς την έννοια του εννόμου συμφέροντος στο πλαίσιο αυτού του είδους προσφυγών. Θεμιτά μπορεί να αμφισβητηθεί αν το «έννομο συμφέρον» αφορά το τελικό εκτελεστικό μέτρο (εν προκειμένω, τον κατάλογο ισχυρισμών που αφορούν φυτικά τρόφιμα) ή τα προπαρασκευαστικά στάδια (εν προκειμένω, την ανάθεση της αξιολογήσεως των ισχυρισμών στην EFSA) ( 46 ).

74.
Η συλλογιστική που αναπτύσσεται σε αυτό το τμήμα των προτάσεών μου εξετάζει το έννομο συμφέρον ως προς τη θέσπιση του τελικού μέτρου. Γίνεται δεκτό ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, ο τελικός κατάλογος ισχυρισμών θα μπορούσε να είναι επωφελής (έγκριση) ή όχι (απόρριψη) ( 47 ).

75.
Πάντως, στην περίπτωση των προσφυγών κατά παραλείψεως με αντικείμενο την έκδοση προπαρασκευαστικών πράξεων, όταν η τελική πράξη ενδέχεται να είναι είτε θετική είτε αρνητική, είναι προφανές ότι, για να έχει ο προσφεύγων την παραμικρή πιθανότητα εκδόσεως θετικής για τον ίδιο τελικής πράξεως, θα πρέπει να έχει εκδοθεί μια προπαρασκευαστική πράξη. Υπ’ αυτή την έννοια, σε αυτές τις υποθέσεις το άμεσο «έννομο συμφέρον» συνίσταται στη γρήγορη κίνηση της νομοθετικής διαδικασίας. Ως εκ τούτου, μια εναλλακτική λύση, και κατ’ εμέ ένας επίσης νόμιμος τρόπος, θα ήταν να εξετάζεται το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος στο πλαίσιο προσφυγών κατά παραλείψεως εκδόσεως προπαρασκευαστικής πράξεως. Τούτο προσαρμόζεται κάλλιστα με τη συλλογιστική την οποία το Δικαστήριο ακολούθησε στις λιγοστές υποθέσεις προσφυγών κατά παραλείψεως, όπως η υπόθεση Pioneer Hi-Bred, όπου, μολονότι, το αποτέλεσμα της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως ήταν αβέβαιο, εντούτοις το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι η προσφεύγουσα νομιμοποιούνταν να ασκήσει προσφυγή κατά παραλείψεως εκδόσεως μιας προπαρασκευαστικής πράξεως και, συνεπώς, να κινήσει τη σχετική διαδικασία ( 48 ).
ii) Ασφάλεια δικαίου

76.
Οι αναιρεσείουσες επανειλημμένως υποστήριξαν τόσο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η θέσπιση του καταλόγου των ισχυρισμών υγείας που αφορούν φυτικά τρόφιμα εγγυάται αυξημένη ασφάλεια δικαίου. Συναφώς, παραπέμπουν, για παράδειγμα, στην πληθώρα διαφορετικών εθνικών προσεγγίσεων και στις συνοπτικές δίκες που διεξάγονται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων με αβέβαια αποτελέσματα, οι οποίες, βασικά, αποσκοπούν στην υπονόμευση της χρήσεως ισχυρισμών από τους οικονομικούς φορείς.

77.
Είμαι της γνώμης ότι, η γενική επίκληση των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ασφάλειας δικαίου δεν δύναται, από μόνη της, να αποτελέσει έγκυρη βάση για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος. Όπως εξήγησα ανωτέρω, στο σημείο 47 των παρουσών προτάσεων, το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι προσωπικό. Τούτο, κατ’ αρχήν, αποκλείει την πιθανότητα το έννομο συμφέρον να εδράζεται σε γενικότερες ανησυχίες σχετικά με την τήρηση της αρχής του κράτους δικαίου, σε υποθετικές διενέξεις, σε ακαδημαϊκό ζήλο ή σε απλή περιέργεια.

78.
Πάντως, υπάρχει σαφής διαφορά μεταξύ τέτοιων γενικών ανησυχιών και των καταστάσεων όπου επί μακρόν και αορίστως εφαρμόζεται ένα μεταβατικό καθεστώς το οποίο δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου, η οποία έχει αντίκτυπο σε αυτή ταύτη την ανταγωνιστική θέση του ενδιαφερομένου προσώπου και στις δικές του εμπορικές και επενδυτικές στρατηγικές. Τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορούν απλώς να απορριφθούν ως παραδείγματα μιας «actio popularis». Δύνανται να αφορούν προσωπικό συμφέρον. Στα αμέσως επόμενα τμήματα των παρουσών προτάσεων εξετάζεται για κάθε μία από τις αναιρεσείουσες το αν τέτοια συμφέροντα ισοδυναμούν με έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής.
iii) Υπόθεση C‑596/15 P, Bionorica

79.
Η Bionorica παράγει και διαθέτει στην αγορά της Ένωσης φαρμακευτικά προϊόντα. Όπως διευκρινίστηκε ανωτέρω, στο σημείο 43 των παρουσών προτάσεων, αντιθέτως προς αυτό που εκτίθεται στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, η Bionorica δεν δραστηριοποιείται επί του παρόντος στην ευρωπαϊκή αγορά των συμπληρωμάτων διατροφής. Αν συνέβαινε αυτό, τότε το έννομο συμφέρον της θα συνίστατο στη δυνητική είσοδό της στην αγορά των συμπληρωμάτων διατροφής με βάση φυτικές ουσίες, στα οποία διατυπώνονται ισχυρισμοί υγείας.

80.
Πάντως, η Bionorica δραστηριοποιείται επαγγελματικά επίσης στην όμορη αγορά των φαρμακευτικών προϊόντων με βάση φυτικές ουσίες, τα οποία, υποστηρίζει η ίδια, βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού με τα συμπληρώματα διατροφής. Ειδικότερα, στην προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Bionorica απαρίθμησε ορισμένα από τα φαρμακευτικά προϊόντα που εμπορεύεται και περιέχουν ενεργούς ουσίες οι οποίες (α) χρησιμοποιούνται επίσης σε συμπληρώματα διατροφής και (β) είναι ίδιες με τις ενεργούς ουσίες σχετικά με τις οποίες ζητήθηκε η έγκριση ισχυρισμών υγείας βάσει του κανονισμού.

81.
Κατ’ ουσίαν, η Bionorica διατείνεται ότι, οποιοδήποτε και αν είναι το αποτέλεσμα της νομοθετικής διαδικασίας –είτε εγκριθούν είτε απορριφθούν οι ισχυρισμοί– η ίδια προσδοκά όφελος.

82.
Σε περίπτωση που οι ισχυρισμοί υγείας εγκριθούν, η Bionorica υποστηρίζει ότι αυτό θα της επιτρέψει να εισέλθει στην αγορά των συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν τις σχετικές ουσίες και στα οποία διατυπώνονται οι αντίστοιχοι επιτρεπόμενοι ισχυρισμοί υγείας. Με τον τρόπο αυτόν, θα διαθέτει στην αγορά προϊόντα ευθέως ανταγωνιστικά προς το είδος των φαρμακευτικών προϊόντων τα οποία ήδη εμπορεύεται, αλλά χωρίς να επιβαρύνεται με πολλά από τα αντίστοιχα έξοδα τα οποία συνδέονται, για παράδειγμα, με τις κλινικές δοκιμές και τη φαρμακοεπαγρύπνηση. Από την άλλη πλευρά, αν απορριφθούν οι ισχυρισμοί, αυτό, αν μη τι άλλο, θα της παράσχει ασφάλεια δικαίου. Η ίδια θα δύναται να προσαρμόσει τη στρατηγική της αναλόγως. Επιπλέον, από την επιχειρηματολογία της Bionorica συνάγεται με επαρκή σαφήνεια ότι, σε περίπτωση απορρίψεως των ισχυρισμών, η ίδια θα αντλήσει όφελος επίσης από το γεγονός ότι οι τωρινοί ανταγωνιστές της στην αγορά των συμπληρωμάτων διατροφής δεν θα έχουν πλέον τη δυνατότητα χρήσεως των εν λόγω ισχυρισμών προς προώθηση των προϊόντων τους.

83.
Κατά τη διαπίστωσή του ότι η Bionorica στερείται εννόμου συμφέροντος, το Γενικό Δικαστήριο εστίασε στη γενική παρατήρηση ότι, ως ζήτημα αρχής, το μεταβατικό καθεστώς είναι, αν μη τι άλλο, τόσο ανεκτικό όσο θα ήταν ο κατάλογος επιτρεπόμενων ισχυρισμών. Επομένως, ούτε η Bionorica ούτε οποιοσδήποτε άλλος ( 49 ) θα αποκομίσει όφελος από τη θέσπιση του καταλόγου ισχυρισμών υγείας που αφορούν φυτικά τρόφιμα.

84.
Φρονώ ότι η συγκεκριμένη παράμετρος του σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Όσον αφορά τις συνέπειες για τον ανταγωνισμό, το Γενικό Δικαστήριο σημειώνει ότι σε δυσμενή θέση περιέρχονται μόνον οικονομικοί φορείς των οποίων οι αιτήσεις προς έγκριση ισχυρισμών έχουν απορριφθεί και οι σχετικοί ισχυρισμοί δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Αντιθέτως, οικονομικοί φορείς των οποίων οι αιτήσεις τελούν υπό αναστολή και οι ισχυρισμοί μπορούν ακόμη να χρησιμοποιηθούν βάσει του μεταβατικού καθεστώτος, δεν υφίστανται κανένα μειονέκτημα. Πάντως, το σκεπτικό αυτό στηρίζεται πάλι σε εσφαλμένη σύγκριση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων μεταξύ του μεταβατικού και του τελικού καθεστώτος.

85.
Για τους λόγους που παρέθεσα ανωτέρω, εκτιμώ ότι η έννοια του εννόμου συμφέροντος πρέπει να νοείται ως καταλαμβάνουσα καταστάσεις όπου ο προσφεύγων προσωπικά προσδοκά να αποκομίσει πραγματικό ή νομικό όφελος από την ακύρωση ή την έκδοση της σχετικής πράξεως.

86.
Κατ’ εμέ, αντιθέτως προς αυτό που κρίθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, η Bionorica προσκόμισε επαρκή στοιχεία προς απόδειξη αυτού του προσωπικού οφέλους και του εννόμου συμφέροντός της.

87.
Πρώτον, η Bionorica υποστηρίζει ότι τα φαρμακευτικά της προϊόντα ανταγωνίζονται τα συμπληρώματα διατροφής, ορισμένα εκ των οποίων περιέχουν τις ίδιες ουσίες με τα δικά της προϊόντα, και ότι οι αξιολογήσεις των ισχυρισμών όσον αφορά αυτές τις ουσίες έχουν ανασταλεί. Αυτή η σχέση ανταγωνισμού δεν αμφισβητήθηκε ( 50 ).

88.
Δεύτερον, η Bionorica ισχυρίζεται ότι, δεδομένης της παρουσίας της στην αγορά φαρμακευτικών προϊόντων που περιέχουν τις ουσίες αυτές, βρίσκεται σε ετοιμότητα προκειμένου να εισέλθει στην αγορά των συμπληρωμάτων διατροφής σε περίπτωση που εγκριθούν οι σχετικοί ισχυρισμοί υγείας. Ούτε αυτή η δυνητική είσοδος αμφισβητήθηκε ( 51 ).

89.
Τρίτον, η Bionorica απέδειξε ότι το μεταβατικό καθεστώς είναι λιγότερο σαφές από το μόνιμο καθεστώς και υποστήριξε ότι αυτή η σχετική ανασφάλεια συνιστά αποτρεπτικό λόγο για την είσοδό της στην αγορά. Με άλλα λόγια, η έλλειψη ασφάλειας δικαίου έχει αντίκτυπο στις δικές της ανταγωνιστικές και επενδυτικές αποφάσεις.

90.
Εκτιμώ ότι, συνδυαστικά, οι παράγοντες αυτοί –και ιδίως η παρουσία της Bionorica σε όμορες αγορές προϊόντων στα οποία χρησιμοποιούνται πανομοιότυπες ουσίες– αποδεικνύουν ότι η Bionorica προσδοκά να αποκομίσει προσωπικό όφελος και, ως εκ τούτου, έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής εν προκειμένω. Εξάλλου, το συμπέρασμα αυτό ουδόλως κλονίζεται από τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Bionorica δεν απέδειξε την ύπαρξη οικονομικής βλάβης. Μολονότι η απόδειξη αυτού του είδους βλάβης θα μπορούσε να ενισχύσει τη διαπίστωση υπάρξεως εννόμου συμφέροντος, εντούτοις είναι σαφές ότι δεν υπάρχει καμία υποχρέωση προς τούτο ( 52 ).

91.
Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, συνάγοντας ότι η Bionorica στερείται εννόμου συμφέροντος, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Bionorica είναι βάσιμος.
iv) Υπόθεση C‑597/15 P, Diapharm

92.
Στις επαγγελματικές δραστηριότητες της Diapharm συμπεριλαμβάνεται η παροχή συμβουλών σε εταιρίες σχετικά με ισχυρισμούς υγείας, περιλαμβανομένων και αυτών που διατυπώνονται στα τρόφιμα, και ιδίως στα συμπληρώματα διατροφής. Η ίδια δεν δραστηριοποιείται αυτοτελώς στην αγορά των τροφίμων ή σε όμορες αγορές. Αντιθέτως, έχει παρουσία ως οικονομικός φορέας προηγούμενου σταδίου.

93.
Κατ’ ουσίαν, η Diapharm υποστηρίζει ότι η παράλειψη της Επιτροπής να θεσπίσει τον κατάλογο ισχυρισμών υγείας που αφορούν φυτικές ουσίες την επηρεάζει δυσμενώς υπό την έννοια ότι περιορίζει τη ζήτηση των υπηρεσιών της, πράγμα που έχει ως συνέπεια σημαντική απώλεια εισοδήματος. Συναφώς, υποστηρίζει η Diapharm, η μειωμένη ασφάλεια δικαίου όσον αφορά τη χρήση ισχυρισμών υγείας καθιστά λιγότερο ελκυστική την αγορά ιατρικών προϊόντων με βάση φυτικές ουσίες. Τούτο συμβαίνει επειδή η είσοδος στην εν λόγω αγορά είναι ακριβή και οι εταιρίες μπορούν να εισέλθουν στην αγορά συμπληρωμάτων διατροφής επωφελούμενες του μεταβατικού καθεστώτος, χρησιμοποιώντας ισχυρισμούς υγείας με μικρότερο κόστος, και έτσι αποφεύγοντας έξοδα τα οποία συνδέονται με τη θέση ιατρικών προϊόντων στην αγορά.

94.
Η Diapharm υποστήριξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επίσης ότι η ίδια είχε εκ του σύνεγγυς ανάμειξη στη διαδικασία που είχε κινηθεί από μια ένωση στον οικείο κλάδο παραγωγής, η οποία κορυφώθηκε με την υποβολή καταλόγου ισχυρισμών υγείας προς έγκριση στις αρμόδιες γερμανικές αρχές και, εν συνεχεία, μεταφέρθηκε προς έγκριση στην Επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό. Συναφώς, η Diapharm περιέλαβε στην προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έναν κατάλογο ουσιών ως προς τις οποίες, υποστήριξε η ίδια, πρότεινε στη ένωση στον οικείο κλάδο παραγωγής ισχυρισμούς υγείας, οι οποίοι ακολούθως υποβλήθηκαν στην Επιτροπή μέσω των γερμανικών αρχών.

95.
Για να κρίνει ότι η Diapharm δεν είχε έννομο συμφέρον για την άσκηση της προσφυγής της, το Γενικό Δικαστήριο χρησιμοποίησε συλλογιστική σχεδόν πανομοιότυπη με αυτήν που χρησιμοποίησε σχετικά με την Bionorica. Για τους ίδιους λόγους που εξέθεσα ανωτέρω, στο τμήμα (i) των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι η συλλογιστική αυτή είναι εσφαλμένη.

96.
Παρά ταύτα, συντάσσομαι με το καταληκτικό συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Diapharm δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στην υπό κρίση υπόθεση, αλλά για διαφορετικό λόγο. Το συμφέρον της Diapharm είναι απλώς υπερβολικά απόμακρο και, ως εκ τούτου, δεν πληροί τις προϋποθέσεις να υπάρχει προσωπικό όφελος του προσφεύγοντος.

97.
Η έννοια «έννομο συμφέρον» απαιτεί την ύπαρξη προσωπικού οφέλους. Είναι αληθές ότι η Diapharm είχε εκ του σύνεγγυς ανάμειξη στη διαδικασία που κατέληξε στον κατάλογο προτεινομένων ισχυρισμών που υποβλήθηκε στην Επιτροπή. Αυτό, κατά την άποψή μου, αποτελεί μεν σημαντικό στοιχείο, πλην όμως δεν μπορεί να χρησιμεύσει για να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος υπό την έννοια ενός οφέλους που η ίδια η Diapharm θα αποκόμιζε από τη θέσπιση του καταλόγου ισχυρισμών υγείας που αφορούν φυτικά τρόφιμα. Ανεξάρτητα από τον βαθμό της αναμείξεώς της, η Diapharm είχε μόνον έμμεση συμμετοχή στην υποβολή του καταλόγου ισχυρισμών υγείας στις γερμανικές αρχές. Δεν θα προβεί σε χρήση των σχετικών ισχυρισμών (ή θα ανταγωνιστεί τους οικονομικούς φορείς που θα τους χρησιμοποιούν). Επίσης, η επιχειρηματολογία της Diapharm σχετικά με την αυξημένη ασφάλεια δικαίου, η οποία, κατ’ αρχήν, λειτουργεί προς όφελος των εταιριών που δραστηριοποιούνται στην οικεία αγορά ή σε ανταγωνιστικές αγορές, είναι υπερβολικά αδύναμη και έμμεση ώστε να κάνει εν προκειμένω τη διαφορά.

98.
Καταλήγοντας σε αυτό το συμπέρασμα, επισημαίνω τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Diapharm δεν προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αποδείξει την οικονομική βλάβη που απορρέει από την παράλειψη της Επιτροπής ( 53 ). Η συγκεκριμένη διαπίστωση, η οποία αφορά πραγματικά περιστατικά και, συνεπώς, δεν υπόκειται σε έλεγχο εκ μέρους του Δικαστηρίου, είναι, κατά την άποψή μου, σημαντική λόγω του ότι η οικονομική βλάβη υπό την έννοια της απώλειας εισοδήματος είχε τόσο κεντρική θέση στην επιχειρηματολογία της Diapharm. Υπογραμμίζω ότι η Diapharm δεν υποχρεούνταν να αποδείξει την επέλευση οικονομικής βλάβης προκειμένου να στοιχειοθετήσει ένα πραγματικό όφελος από την έκδοση της πράξεως και, εντεύθεν, την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη υπόθεση, τούτο κάλλιστα θα μπορούσε να την βοηθήσει, στην τελική ευθεία, όσον αφορά το έννομο συμφέρον της.

99.
Στο σημείο αυτό, αντί συμπεράσματος κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ένα μάλλον πρακτικό στοιχείο. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται στον προσφεύγοντα να αποδείξει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος ( 54 ). Συναφώς, εκτιμώ ότι αξίζει να υπενθυμιστεί η ανάγκη υπάρξεως πρακτικότητας και αναλογικότητας όσον αφορά την ποσότητα του αποδεικτικού υλικού που μπορεί να αναμένεται να προσκομιστεί εκ των προτέρων από τον προσφεύγοντα. Έτσι, το να αναμένεται σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας ασκήσεως προσφυγής η εκ μέρους του προσφεύγοντος εξαντλητική παρουσίαση των εμπορικών επιπτώσεων μέσω, για παράδειγμα, εκτενών οικονομικών ή χρηματοοικονομικών εκθέσεων, δεν θα ήταν, κατ’ εμέ, ούτε ρεαλιστικό από τη σκοπιά του προσφεύγοντος (ιδίως σε σχέση με το απαιτούμενο κόστος και σε σχέση με το όριο του αριθμού των σελίδων που επιτρέπεται να υποβληθούν) ούτε θα υπηρετούσε τα συμφέροντα της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Πάντως, εφόσον κριθεί αναγκαίο, στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως υπάρχει η δυνατότητα προσκομίσεως περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων ή, αν τα στοιχεία αυτά έχουν όντως κεντρικό ρόλο στο σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου, αυτά θα πρέπει να ληφθούν από το Γενικό Δικαστήριο μέσω της διαδικασίας διεξαγωγής αποδείξεων.

100.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, παρά τις πλημμέλειες στο σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου, εκτιμώ ότι, συνάγοντας ότι η Diapharm στερείται εννόμου συμφέροντος, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Diapharm πρέπει να κριθεί αλυσιτελής και η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να επικυρωθεί όσον αφορά την έλλειψη εννόμου συμφέροντος.

101.
Κατά συνέπεια, εκ του αποτελέσματος, παρέλκει η εξέταση της διαπιστώσεως του Γενικού Δικαστηρίου ότι η προσφυγή της Diapharm είναι επίσης απαράδεκτη λόγω του ότι η πράξη που θα εκδιδόταν δεν θα αφορούσε άμεσα την Diapharm.
Δ.   Λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού

102.
Δεδομένου ότι σε αμφότερους τους λόγους απαραδέκτου τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε στη διάταξη που αφορά την Bionorica έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη περί το δίκαιο, το Δικαστήριο θα μπορεί να αποφασίσει να αναιρέσει τη συγκεκριμένη διάταξη και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να εκδώσει οριστική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, η Bionorica θα πρέπει να αποδείξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού και, εφόσον επιτύχει κατά το μέρος αυτό, μόνον τότε θα μπορέσει να αναπτύξει τα επιχειρήματά της επί της ουσίας της υποθέσεως ( 55 ).

103.
Κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο δύναται επίσης, μετά την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

104.
Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, να αποφανθεί επί της ουσίας της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Η Επιτροπή δεν προέβαλε επιχειρήματα επί της ουσίας της υποθέσεως.

105.
Πάντως, θεωρώ ότι το Δικαστήριο έχει στη διάθεση του όλα τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία ώστε να μπορέσει να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου που πρότεινε πρωτοδίκως η Επιτροπή. Με γνώμονα την αποτελεσματικότητα και την οικονομία της διαδικασίας, και προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η Bionorica θα λάβει εγκαίρως απάντηση επί του ερωτήματός της αν θα εξεταστεί η ουσία της υποθέσεως, προτείνω στο Δικαστήριο να επιλέξει αυτή την οδό.
1) Προϋποθέσεις του παραδεκτού των προσφυγών κατά παραλείψεως

106.
Σε τελική ανάλυση, η αίτηση αναιρέσεως που κατατέθηκε από την Bionorica αποσκοπεί στην έκδοση κανονισμού στον οποίο θα περιλαμβάνεται κατάλογος των επιτρεπόμενων ισχυρισμών.

107.
Κατά την υφιστάμενη νομολογία, ο ενδιαφερόμενος δύναται να ασκήσει προσφυγή κατά παραλείψεως εκδόσεως πράξεως η οποία θα απευθυνόταν σε αυτόν ή θα τον αφορούσε άμεσα και ατομικά ( 56 ).

108.
Η Bionorica δεν υποστηρίζει ότι ο κατάλογος ισχυρισμών που αφορούν φυτικά τρόφιμα θα απευθυνόταν στην ίδια. Κατά συνέπεια, οφείλει να αποδείξει ότι ένας τέτοιος κανονισμός θα την αφορούσε άμεσα και ατομικά.

109.
Η δεύτερη προϋπόθεση, η οποία αποτελεί επικουρική βάση του παραδεκτού, δεν προβλέπεται ρητώς στο γράμμα του άρθρου 265 ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, απορρέει από έναν εδραζόμενο στη νομολογία παραλληλισμό με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, το οποίο όντως επιτρέπει σε μη προνομιούχους προσφεύγοντες να προσβάλλουν πράξεις οι οποίες τους αφορούν άμεσα και ατομικά. Επιβεβαιώνοντας αυτόν τον παραλληλισμό των προϋποθέσεων που προβλέπονται από τις δύο αυτές διατάξεις της Συνθήκης, το Δικαστήριο συνήγαγε στην απόφαση T. Port ότι «[…] η δυνατότητα των ιδιωτών να επικαλεστούν τα δικαιώματά τους δεν μπορεί να εξαρτηθεί από το αν το συγκεκριμένο όργανο ενεργεί ή παραλείπει να ενεργήσει» ( 57 ).

110.
Στην υπό κρίση υπόθεση, το ζήτημα που ανέκυψε είναι αν αυτός ο παραλληλισμός επηρεάστηκε από τη μεταβολή στη διατύπωση του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η οποία επήλθε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Πράγματι, από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας και έκτοτε, το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκεί προσφυγή ακυρώσεως επίσης κατά «των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να [συνεπάγονται] εκτελεστικά μέτρα».

111.
Μήπως αυτή η τροποποίηση, σε συνδυασμό με τη νομολογία που άρχισε με την προαναφερθείσα απόφαση T. Port, συνεπάγεται ότι προσφυγές μπορούν πλέον να ασκούνται επίσης κατά παραλείψεως εκδόσεως «[…] κανονιστικών πράξεων που αφορούν [τους προσφεύγοντες] άμεσα χωρίς να [συνεπάγονται] εκτελεστικά μέτρα»;

112.
Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική. Ισχυρίζεται ότι στόχος της Συνθήκης της Λισσαβώνας ήταν η κατάργηση ενός συγκεκριμένου και ειδικού κενού το οποίο είχε δημιουργηθεί στην έννομη προστασία βάσει του πρώην άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΣΕΚ. Πάντως, με πλήρη επίγνωση της σχετικής με τον παραλληλισμό νομολογίας του Δικαστηρίου, η τροποποίηση επήλθε μόνο ως προς το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΣΕΚ (νυν άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ) ενώ το γράμμα του πρώην άρθρου 232 ΣΕΚ (νυν άρθρο 265 ΣΛΕΕ) έμεινε αμετάβλητο.

113.
Δεν συμφωνώ. Κατ’ εμέ, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να είναι καταφατική, ιδίως για τους ακόλουθους τρεις λόγους.

114.
Πρώτον, ο πριν από τη Λισσαβώνα παραλληλισμός των προϋποθέσεων των άρθρων 263 και 265 ΣΛΕΕ οφείλεται στην ανησυχία για τη συνοχή του συστήματος ενδίκων βοηθημάτων και όχι στο γράμμα του άρθρου 265 ΣΛΕΕ. Έτσι, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής σχετικά με την αμετάβλητη διατύπωση του άρθρου 265 ΣΛΕΕ δεν είναι η πλέον ακλόνητη, δεδομένου ότι ακόμη και πριν από τη Λισσαβώνα το βασικό επιχείρημα υπέρ του παραλληλισμού ήταν διαφορετικό. Συγχρόνως, αυτό το κύριο επιχείρημα και αυτές οι κύριες ανησυχίες, που οδήγησαν το Δικαστήριο να αποκλίνει από το αυστηρό γράμμα του άρθρου 265, συνεχίζουν να υφίστανται κατά τον ίδιο τρόπο και μετά τη Λισσαβώνα.

115.
Δεύτερον, οι μεταβολές που με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας επήλθαν στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 263 ΣΛΕΕ αποσκοπούσαν στη διεύρυνση της προσβάσεως στα δικαστήρια της Ένωσης για συγκεκριμένη κατηγορία πράξεων ( 58 ), ιδίως σε απάντηση στη νομολογία Jégo-Quéré ( 59 ) και UPA ( 60 ). Ο περιορισμός τώρα της προσβάσεως αυτής βάσει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ μέσω του μη παραλληλισμού των δύο προσφυγών, κατά την άποψή μου, σαφώς θα αντέβαινε στον κύριο σκοπό και στο πνεύμα των εν λόγω τροποποιήσεων της Συνθήκης.

116.
Τρίτον, στην ουσία, ο σκοπός της προσφυγής κατά παραλείψεως είναι σχετικά μετριοπαθής: να καταπολεμήσει τη θεσμική αρτηριοσκλήρωση. Σε αντίθεση με την προσφυγή ακυρώσεως, η προσφυγή κατά παραλείψεως δεν υπονοεί ότι η δουλειά δεν έγινε καλά, αλλά, αντιθέτως, απλώς ότι η δουλειά δεν έγινε καθόλου. Ο σκοπός της προσφυγής κατά παραλείψεως δεν είναι η καθυστέρηση της διαδικασίας, αλλά αντιθέτως η επιτάχυνσή της σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τις οποίες έχουν αναλάβει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Έτσι, αν γινόταν δεκτή η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, τούτο θα κατέληγε στην εξόχως παράδοξη κατάσταση να τίθενται αυστηρότερες προϋποθέσεις ασκήσεως προσφυγής βάσει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ σε σχέση με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Πράγματι, αν κάποια στιγμή επρόκειτο να εγκαταλειφθεί ο παραλληλισμός μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων, τούτο θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να συμβεί ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση: οι προσφυγές κατά παραλείψεως θα πρέπει να υπόκεινται σε πιο ελαστικές προϋποθέσεις ασκήσεως σε σχέση με αυτές για τις προσφυγές ακυρώσεως.

117.
Για τους λόγους αυτούς, κατ’ εμέ ο παραλληλισμός τον οποίο το Δικαστήριο καθιέρωσε μεταξύ των άρθρων 263 και 265 ΣΛΕΕ πρέπει να διατηρηθεί. Έτσι, προσφυγές κατά παραλείψεως από μη προνομιούχους προσφεύγοντες θα πρέπει να θεωρείται ότι ασκούνται παραδεκτώς σε τρεις περιπτώσεις, ήτοι όταν η εν τέλει ζητηθείσα πράξη:

θα απευθυνόταν στον προσφεύγοντα· ή

θα αφορούσε τον προσφεύγοντα άμεσα και ατομικά· ή

θα συνιστούσε κανονιστική πράξη η οποία αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα και δεν συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα.
2) Κανονιστική πράξη η οποία αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα και δεν συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα

118.
Είναι αρκετά σαφές ότι η πράξη της οποίας ζητήθηκε η έκδοση δεν θα αφορούσε ατομικά, υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, την Bionorica. Τίποτα δεν διακρίνει την Bionorica από οποιονδήποτε άλλο οικονομικό φορέα ο οποίος μπορεί, δυνητικά, να επηρεαστεί από μια τέτοια πράξη ( 61 ). Ειδικότερα, δεν προβλήθηκε ότι η Bionorica ζήτησε ρητώς την έγκριση οποιουδήποτε εκ των ισχυρισμών των οποίων η αξιολόγηση έχει ανασταλεί ( 62 ).

119.
Αν δεχθούμε ότι το Δικαστήριο θα επιβεβαιώσει τον στηριζόμενο στη νομολογία του παραλληλισμό με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, μήπως τελικά η πράξη της οποίας ζητήθηκε η έκδοση μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κανονιστική πράξη» η οποία «δεν [συνεπάγεται] εκτελεστικά μέτρα»;

120.
Θεωρώ ότι μπορεί. Η σχετική πράξη δεν θα ήταν νομοθετική πράξη αλλά πράξη εκδοθείσα από την Επιτροπή βάσει της διαδικασίας της επιτροπολογίας ( 63 ). Ως εκ τούτου, σαφώς θα επρόκειτο για «κανονιστική πράξη» κατά την έννοια της υπάρχουσας νομολογίας ( 64 ).

121.
Όσον αφορά την έλλειψη εκτελεστικών μέτρων, σημειώνω απλώς ότι η πράξη της οποίας ζητήθηκε η έκδοση έχει ως συνέπεια είτε τη δημιουργία άμεσου δικαιώματος για τη χρήση επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας στα τρόφιμα, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενων συγκεκριμένων όρων για τη χρήση τους, είτε, σε περίπτωση απορρίψεώς τους, την αυτόματη απαγόρευση της χρήσεώς τους. Εκ μέρους των κρατών μελών ή των θεσμικών οργάνων δεν απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια προς επικύρωση των εν λόγω δικαιωμάτων ή ενεργοποίηση των σχετικών απαγορεύσεων. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη συναγάγει παρόμοιο συμπέρασμα όταν έκρινε ότι ο κανονισμός 432/2012 δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε εκτελεστικά μέτρα ( 65 ).

122.
Κατά συνέπεια, η πράξη της οποίας ζητήθηκε η έκδοση μπορεί να χαρακτηριστεί ως κανονιστική πράξη η οποία δεν συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα. Επομένως, το ζήτημα που απομένει να διευκρινιστεί είναι αν αυτή η κανονιστική πράξη θα αφορούσε άμεσα την Bionorica.
3) Η πράξη που θα εκδιδόταν θα αφορούσε άμεσα τον προσφεύγοντα

123.
Προκειμένου να θεωρηθεί ότι προσφυγή κατά παραλείψεως ασκείται παραδεκτώς, ο προσφεύγων οφείλει επίσης να αποδείξει ότι η πράξη που θα εκδιδόταν θα τον αφορούσε άμεσα. Σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποιείται συχνά στη νομολογία ( 66 ), η έννοια του «αφορά άμεσα» σημαίνει ότι η πράξη παράγει άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση του ενδιαφερομένου και δεν αφήνει διακριτική ευχέρεια στους αποδέκτες της, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της, καθόσον η εφαρμογή αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει από τη ρύθμιση της Ένωσης χωρίς εφαρμογή άλλων ενδιάμεσων κανόνων ( 67 ).

124.
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του εν λόγω κριτηρίου –δηλαδή τον αυτοματισμό ή την έλλειψη διακριτικής ευχέρειας– η υπό κρίση υπόθεση δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσχέρειες. Όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τον κανονισμό 432/2012 ( 68 ), έτσι και εγώ εκτιμώ ότι είναι σαφές ότι εν προκειμένω η εφαρμογή είναι όντως αυτόματη και δεν αφήνει διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη.

125.
Όσον αφορά το πρώτο σκέλος –ήτοι τον άμεσο επηρεασμό της νομικής καταστάσεως του προσφεύγοντος– η Bionorica υποστηρίζει ουσιαστικά ότι η νομική της κατάσταση θα επηρεαζόταν άμεσα ιδίως επειδή η ζητηθείσα πράξη είτε θα της παρείχε το δικαίωμα χρήσεως ορισμένων ισχυρισμών επί συμπληρωμάτων διατροφής είτε θα απαγόρευε σε αυτήν και στους ανταγωνιστές της να χρησιμοποιούν τους εν λόγω ισχυρισμούς.

126.
Η επιβαλλόμενη στους ανταγωνιστές απαγόρευση χρήσεως ισχυρισμών θα κατέληγε σε άμεσο επηρεασμό της δικής τους νομικής καταστάσεως, αλλά όχι της νομικής καταστάσεως της Bionorica.

127.
Τα λοιπά στοιχεία της συγκεκριμένης αιτιάσεως είναι πιο περίπλοκα. Μου φαίνεται δύσκολο να υποστηρίξω ότι, συνεπεία της ζητηθείσας πράξεως, η Bionorica δεν θα αποκτούσε δικαίωμα χρήσεως επιτρεπόμενων ισχυρισμών ( 69 ) ή, τουλάχιστον, δεν θα της απαγορευόταν η χρήση άλλων ισχυρισμών. Ένα τέτοιο δικαίωμα θα μπορούσε να ασκηθεί ευθέως από την ίδια την Bionorica. Η αντίστοιχη απαγόρευση θα είχε άμεση εφαρμογή. Επομένως, θα υπήρχαν άμεσες μεταβολές στη νομική κατάσταση της Bionorica.

128.
Μια ένσταση που θα μπορούσε να διατυπωθεί σχετικά με τη συγκεκριμένη συλλογιστική είναι ότι η Bionorica, επί του παρόντος, δεν δραστηριοποιείται στην αγορά των τροφίμων ή, τουλάχιστον, δεν δραστηριοποιούνταν στην αγορά αυτή κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής.

129.
Σε προγενέστερες υποθέσεις που αφορούσαν το στοιχείο του άμεσου επηρεασμού έχει γίνει μνεία της απαιτήσεως να υπάρχει πραγματική παρουσία στη σχετική αγορά ( 70 ). Πάντως, τούτο δεν συμβαίνει κατά τρόπο συστηματικό. Για παράδειγμα, έχει κριθεί ότι υπάρχει άμεσος επηρεασμός στην περίπτωση δυνητικής (και επομένως θεωρητικής) εισόδου ( 71 ) και παρουσίας σε προγενέστερο στάδιο της αγοράς ( 72 ).

130.
Ωστόσο, φρονώ ότι ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι μια τέτοια απαίτηση δεν εδράζεται σε αυτή καθ’ εαυτή την έννοια του άμεσου επηρεασμού. Το να θεωρηθεί ότι η εν λόγω έννοια συνεπάγεται μια τέτοια απαίτηση θα ήταν προβληματικό τουλάχιστον για δύο λόγους: έναν πρακτικό και έναν συστηματικό.

131.
Πρώτον, από πρακτικής απόψεως, σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη, είναι εξόχως ασαφές τι ακριβώς σημαίνει η απαίτηση παρουσίας στην αγορά. Προϋποθέτει πραγματική χρήση των σχετικών ισχυρισμών σε τρόφιμα τα οποία κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής κατά παραλείψεως (ή ακυρώσεως) διετίθεντο στο εμπόριο; Πάντως, τι ακριβώς ισχύει αν οι εν λόγω ισχυρισμοί πρακτικώς δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν λόγω της εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας (όπως είναι δυνατόν να συμβαίνει βάσει του μεταβατικού καθεστώτος); Ή απαιτεί κάποιου είδους παρουσία στην αγορά των τροφίμων στα οποία χρησιμοποιούνται τα συστατικά ή οι ουσίες που αφορούν οι σχετικοί ισχυρισμοί, χωρίς αυτή να συνεπάγεται εν τοις πράγμασι χρήση των ισχυρισμών αυτών; Τι ισχύει αν πραγματοποιούνται πωλήσεις προϊόντων (επί των οποίων χρησιμοποιούνται οι ισχυρισμοί) αλλά η συγκεκριμένη δραστηριότητα είναι σποραδική ή δεν πραγματοποιείται επί μακρόν; Τι ισχύει αν η είσοδος στην αγορά επίκειται μεν αλλά δεν έχει ακόμη συντελεσθεί; Τι ισχύει αν η είσοδος στην αγορά και η χρήση των ισχυρισμών έχει νόημα μόνο μετά την αποσαφήνιση της νομικής καταστάσεως και των επιτρεπόμενων ισχυρισμών ώστε να μπορούν να δικαιολογηθούν οι αναγκαίες επενδύσεις (ουσιαστικά, ένα εκ των επιχειρημάτων που προέβαλε η Bionorica);

132.
Γενικότερα, στις περιπτώσεις προσφυγών κατά παραλείψεως, πώς αξιολογείται το γεγονός ότι, στην πραγματικότητα, η συζήτηση σχετικά με τη νομική κατάσταση, η οποία ενδέχεται να επηρεαστεί άμεσα σε βάθος αρκετών ετών αλλά εφαρμόζεται σε πραγματικά περιστατικά όπως αυτά ισχύουν σήμερα, γίνεται τώρα σε αμιγώς υποθετική βάση;

133.
Τα πολύπλοκα ζητήματα που συνδέονται με την έννοια της παρουσίας στην αγορά (διαρκής παρουσία; σποραδική παρουσία; ελάχιστη παρουσία; επικείμενη παρουσία;) ενδέχεται να είναι κρίσιμα όσον αφορά, για παράδειγμα, το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος. Πράγματι, κατά την άποψή μου, ασκούν καθοριστική επιρροή όσον αφορά την Diapharm ως εμπλεκόμενο σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας οικονομικό φορέα. Πάντως, κατ’ εμέ, δεν μπορούν να αποτελέσουν τυπική προϋπόθεση για τον άμεσο επηρεασμό.

134.
Δεύτερον, εκτιμώ ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι εγγενώς αντιφατική από συστηματικής απόψεως. Μια πράξη είτε παρέχει δικαιώματα ή επιβάλλει σε ιδιώτη απαγορεύσεις, είτε όχι. Ο άμεσος επηρεασμός, όπως αυτός παρουσιάζεται με την τυποποιημένη διατύπωση που έχει υιοθετήσει η νομολογία, επιτάσσει τη διενέργεια έρευνας ως προς το ποια δικαιώματα και υποχρεώσεις έχουν εφαρμογή στον ιδιώτη, και όχι ως προς το αν το πρόσωπο αυτό ασκεί πραγματικά τα σχετικά δικαιώματα ή υφίσταται τις απαγορεύσεις σε δεδομένη χρονική στιγμή. Πάλι, η συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση στην οποία ο ενδιαφερόμενος βρίσκεται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής ενδέχεται να είναι κρίσιμη προκειμένου να διαπιστωθεί το έννομο συμφέρον του ( 73 ), αλλά δεν ασκεί καθοριστική επιρροή στο πλαίσιο του άμεσου επηρεασμού.

135.
Επιπλέον, στο σημείο αυτό επιβάλλεται να γίνει μνεία ενός άλλου συστηματικού επιχειρήματος. Αποτελεί πάγια νομολογία ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως από το Δικαστήριο της συγκεκριμένης καταστάσεως του προσφεύγοντος προκειμένου να διαπιστωθεί αν η επίμαχη πράξη τον αφορά ατομικά, η παρουσία στην αγορά έχει κριθεί ότι αποτελεί εντελώς αδιάφορο παράγοντα. Στις υποθέσεις εκείνες, κρίθηκε επανειλημμένως ότι, θεωρητικά, οποιοσδήποτε μπορεί να εισέλθει ανά πάσα στιγμή σε οποιαδήποτε αγορά. Θα το θεωρούσα παράλογο αν ακριβώς ο ίδιος παράγοντας –δηλαδή η πραγματική παρουσία στην αγορά–, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως αδιάφορος όσον αφορά ένα στοιχείο του παραδεκτού, μετατρέπονταν ξαφνικά σε καθοριστικό παράγοντα στο πλαίσιο της σαφώς πιο αντικειμενικής αξιολογήσεως των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του προσφεύγοντος, για να καθοριστεί αν η πράξη τον αφορά άμεσα.

136.
Εν ολίγοις, φρονώ ότι η έννοια του άμεσου επηρεασμού δεν απαιτεί την παρουσία στην οικεία αγορά.

137.
Μήπως όμως η απαίτηση παρουσίας στην αγορά απορρέει από τον ίδιο τον κανονισμό;

138.
Εν είδει γενικής παρατηρήσεως, προφανώς ένας κανονισμός μπορεί να περιορίζει τα πρόσωπα στα οποία παρέχει δικαιώματα ή επιβάλλει υποχρεώσεις. Πάντως, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση και αυτόν τον συγκεκριμένο κανονισμό, δεν υπάρχει καμία απαίτηση παρουσίας στην αγορά υπ’ αυτήν την έννοια.

139.
Οι επιβαλλόμενες από το άρθρο 10 του κανονισμού απαγορεύσεις χρήσεως των ισχυρισμών έχουν γενική εφαρμογή. Τούτο σημαίνει ότι δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένη ομάδα προσώπων. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο πωλεί τρόφιμα τα οποία περιέχουν τα σχετικά συστατικά ή σχεδιάζει να προβεί σε κάτι τέτοιο επηρεάζεται υπό την έννοια ότι του απαγορεύεται ευθέως εκ του νόμου η χρήση συγκεκριμένων ισχυρισμών υγείας. Η πραγματική παρουσία στην αγορά δεν ασκεί επιρροή.

140.
Όσον αφορά την έγκριση ισχυρισμών δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 5, του κανονισμού, η διάταξη αυτή ορίζει ότι «[ο]ι ισχυρισμοί επί θεμάτων υγείας που περιλαμβάνονται στους καταλόγους των άρθρων 13 και 14 μπορούν να χρησιμοποιούνται […] από οποιονδήποτε υπεύθυνο επιχείρησης τροφίμων […]» ( 74 ). Θα μπορούσε τούτο να σημαίνει ότι η πράξη της οποίας ζητήθηκε η έκδοση θα παρείχε δικαίωμα χρήσεως των ισχυρισμών μόνο σε μια περιορισμένη ομάδα προσώπων σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή (στους «υπεύθυνους επιχείρησης τροφίμων»);

141.
Αυτή θα μπορούσε όντως να είναι μια πιθανή ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως. Ωστόσο, φρονώ ότι δεν είναι η ορθή. Ως «υπεύθυνοι επιχείρησης τροφίμων» ορίζονται «[τ]α φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν την ευθύνη να εξασφαλίσουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα μέσα στην επιχείρηση τροφίμων που έχουν υπό τον έλεγχό τους» ( 75 ). Τούτο, αντί να αποτελεί σαφή ορισμό, συνιστά περιγραφή μιας ευρείας και εξαιρετικά εκλεκτικής ομάδας, η οποία περιλαμβάνει τους πάντες από τους διανομείς κουνουπιδιών μέχρι τους παραγωγούς ενεργειακών ποτών και τους παρασκευαστές αμινοξέων που προορίζονται για χρήση σε συμπληρώματα διατροφής. Επιπλέον, η ομάδα αυτή είναι ανοικτή, και διαρκώς μεταβαλλόμενη ως προς τη σύνθεσή της. Έτσι, όπως διευκρινίστηκε ανωτέρω, στα σημεία 134 και 135 των παρουσών προτάσεων, ο κατάλογος των επιτρεπόμενων ή απαγορευμένων ισχυρισμών υγείας θα έχει άμεση εφαρμογή σε οποιονδήποτε ασκεί μια τέτοια δραστηριότητα απλώς και μόνο λόγω της δραστηριότητας αυτής ( 76 ).

142.
Επομένως, θα ήταν παράλογο να επιχειρηθεί η με απόλυτη σαφήνεια διάκριση μεταξύ, αφενός, μιας «κλειστής» ομάδας προσώπων τα οποία ευθέως αντλούν δικαιώματα από την οικεία διάταξη και, αφετέρου, όλων των υπολοίπων ( 77 ).

143.
Εξάλλου, το γεγονός ότι η γενομένη στο άρθρο 17, παράγραφος 5, αναφορά στους «υπεύθυνους επιχείρησης τροφίμων» δεν έχει σκοπό να ορίσει μια κλειστή ομάδα προσώπων τα οποία επωφελούνται συγκεκριμένων δικαιωμάτων κατ’ αποκλεισμόν όλων των υπολοίπων, επιβεβαιώνεται επίσης από την αντιπαραβολή με άλλες υποθέσεις στις οποίες ακολουθήθηκε η προσέγγιση αυτή. Έτσι, για παράδειγμα, στην υπόθεση T&L Sugars ( 78 ) το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως κανονισμού στον τομέα της ζάχαρης ο οποίος παρείχε δικαιώματα στους ζαχαροπαραγωγούς –ήτοι μια σαφώς καθορισμένη, κλειστή ομάδα ( 79 )– βάσει του ότι οι προσφεύγοντες δεν αποτελούσαν μέλη της εν λόγω ομάδας και, ως εκ τούτου, η νομική τους κατάσταση δεν επηρεαζόταν από τον κανονισμό ( 80 ).

144.
Εν κατακλείδι, εκτιμώ ότι η πράξη της οποίας τελικά ζητήθηκε η έκδοση, ήτοι ο κατάλογος επιτρεπόμενων ισχυρισμών που αφορούν φυτικά τρόφιμα, θα αφορούσε άμεσα την Bionorica υπό την έννοια ότι η εν λόγω πράξη θα επηρέαζε άμεσα τη νομική της κατάσταση.
4) Συμπέρασμα

145.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να συναγάγει ότι η προσφυγή κατά παραλείψεως που άσκησε η Bionorica είναι παραδεκτή.

146.
Η συναγωγή του συμπεράσματος αυτού δεν απαιτεί οποιαδήποτε τροποποίηση στην ερμηνεία των ισχυουσών προϋποθέσεων του παραδεκτού. Πάντως, επιτάσσει την επιβεβαιωτική αποσαφήνιση των υφιστάμενων προϋποθέσεων και τη μεταξύ τους διάκριση. Ιδίως, επιβάλλει την εκ νέου επιβεβαίωση της διαφοροποιήσεως μεταξύ των εννοιών, αφενός, του εννόμου συμφέροντος και, αφετέρου, της πράξεως που αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα, οι οποίες ευλόγως μπορεί να υποστηριχθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις κάπως συγχέονται ( 81 ).

147.
Κατά την υφιστάμενη νομολογία, το έννομο συμφέρον απαιτεί η έκδοση (ή η ακύρωση) της σχετικής πράξεως να συνεπάγεται προσωπικό όφελος για τον προσφεύγοντα ή, τουλάχιστον, μια σαφή πιθανότητα ή ευκαιρία αντλήσεως τέτοιου οφέλους ( 82 ). Το όφελος αυτό μπορεί να είναι είτε πραγματικό είτε νομικό.

148.
Η πράξη αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα όταν «παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ενδιαφερομένου και δεν αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, καθόσον αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από κανόνες [της Ένωσης] χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων» ( 83 ).

149.
Είναι σαφές ότι μέχρι ενός ορισμένου βαθμού επικαλύπτονται οι προϋποθέσεις του εννόμου συμφέροντος και της πράξεως που αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα. Όμως, οι δύο έννοιες έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και διαφορετικούς σκοπούς και πρέπει να διακρίνονται. Τούτο δεν αποτελεί απλώς θεωρητική κατασκευή. Έχει σαφείς πρακτικές προεκτάσεις, ιδίως όσον αφορά προσφεύγοντες οι οποίοι βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου απαιτείται να αποδείξουν τη συνδρομή αμφότερων των εν λόγω προϋποθέσεων, με απειλή απορρίψεως των προσφυγών τους.

150.
Επομένως, το έννομο συμφέρον αφορά την πραγματική ή τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος και τον αντίκτυπο που η έκβαση της προσφυγής δύναται να έχει σε αυτή την κατάσταση. Ως προϋπόθεση του παραδεκτού, σκοπεί στην αποτροπή ασκήσεως προσφυγών χάριν του γενικού συμφέροντος και προσφυγών οι οποίες δεν πρόκειται να έχουν κανένα όφελος για τον προσφεύγοντα. Εξ ου η απαίτηση υπάρξεως προσωπικού οφέλους. Κατά κάποιον τρόπο, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μια «πρώτη διαλογή» των προσφυγών, θέτουσα χαμηλότερα όρια όσον αφορά τις προσωπικές συνέπειες σε σχέση με τις βασικές προϋποθέσεις η πράξη να αφορά «άμεσα» και «ατομικά» τον προσφεύγοντα.

151.
Αντιθέτως, η απαίτηση η πράξη να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα εστιάζει κυρίως στη φύση της προσβαλλομένης πράξεως και στο είδος του δικαιώματος ή των υποχρεώσεων που συνεπάγεται η πράξη αυτή. Λαμβάνει υπόψη τόσο τη διακριτική ευχέρεια του εκδότη της πράξεως όσο και την ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης ενδιάμεσης πράξεως η οποία θα μπορούσε να διασπάσει την αλυσίδα μεταξύ της πράξεως της Ένωσης και του προσφεύγοντος. Στον βαθμό που η απαίτηση η πράξη να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα επιτάσσει να επηρεάζεται άμεσα η νομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο προσφεύγων ( 84 ), το ζήτημα που ανακύπτει έγκειται στο αν η οικεία πράξη δημιουργεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις τα οποία μπορεί να επικαλεστεί ο προσφεύγων ή οι οποίες μπορούν να περιορίσουν τις ενέργειές του. Υπ’ αυτήν την έννοια, δεν έχει αποφασιστική σημασία αν κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής ο ενδιαφερόμενος ασκεί πραγματικά τα οικεία δικαιώματα.
VII. Πρόταση

152.
Προτείνω στο Δικαστήριο:
(1)
Όσον αφορά την υπόθεση C–596/15 P

να αναιρέσει τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση T–619/14 και να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή κατά παραλείψεως που η αναιρεσείουσα άσκησε στην υπόθεση εκείνη·

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας·

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.
(2)
Όσον αφορά την υπόθεση C–597/15 P

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη·

να κρίνει ότι, στην υπόθεση εκείνη, η αναιρεσείουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
( 2 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τους ισχυρισμούς διατροφής και υγείας που διατυπώνονται στα τρόφιμα (ΕΕ 2006, L 404, σ. 9).
( 3 ) Διατάξεις της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, Bionorica κατά Επιτροπής (T‑619/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:723), και της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, Diapharm κατά Επιτροπής (T‑620/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:714).
( 4 ) Βλ. σκέψη 1 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων.
( 5 ) Κανονισμός της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2012, σχετικά με τη θέσπιση καταλόγου επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας που διατυπώνονται για τα τρόφιμα, εξαιρουμένων όσων αφορούν τη μείωση του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας και την ανάπτυξη και υγεία των παιδιών (ΕΕ 2012, L 136, σ. 1).
( 6 ) Βλ. σκέψεις 34 έως 38 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων.
( 7 ) Βλ. σκέψεις 40 έως 45 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως στην υπόθεση T‑619/14 και σκέψεις 40 έως 44 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως στην υπόθεση T‑620/14.
( 8 ) Σκέψεις 46 έως 48 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως στην υπόθεση T‑619/14 και σκέψεις 45 έως 47 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως στην υπόθεση T‑620/14.
( 9 ) Σκέψεις 49 έως 53 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως στην υπόθεση T‑619/14 και σκέψεις 48 έως 52 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως στην υπόθεση T‑620/14.
( 10 ) Σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως στην υπόθεση T‑619/14 και σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως στην υπόθεση T‑620/14.
( 11 ) Σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως στην υπόθεση T‑620/14.
( 12 ) Οι αναιρεσείουσες δεν απαριθμούν τους λόγους αναιρέσεως κατ’ αυτόν τον τρόπο. Στην αρίθμηση αυτή προβαίνω αυτοβούλως για λόγους διευκολύνσεως της αναλύσεως.
( 13 ) Αποφάσεις της 22ας Μαΐου 1985, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (13/83, EU:C:1985:220, σκέψη 25), της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Gestevisión Telecinco κατά Επιτροπής (T‑95/96, EU:T:1998:206, σκέψη 88), και της 7ης Μαρτίου 2002, Intervet International κατά Επιτροπής (T‑212/99, EU:T:2002:63, σκέψη 61).
( 14 ) Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 5:37.
( 15 ) Βλ., ανωτέρω, σημεία 18 έως 20 των παρουσών προτάσεων.
( 16 ) Μολονότι εκτίθεται χωριστά από το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος, υπό τον τίτλο «Πολλαπλή πλάνη περί τα πράγματα».
( 17 ) Αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ. (C‑136/92 P, EU:C:1994:211, σκέψη 49), και της 15ης Ιουνίου 2000, Dorsch Consult κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑237/98 P, EU:C:2000:321, σκέψεις 35 και 36).
( 18 ) Αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη στην υπόθεση T‑619/14, σκέψεις 1 και 48.
( 19 ) Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Andechser Molkerei Scheitz κατά Επιτροπής (C‑682/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:356, σκέψη 27), και διάταξη της 31ης Ιουλίου 1989, S. κατά Επιτροπής (206/89 R, EU:C:1989:333, σκέψη 8). Γενικώς, η νομολογία αφορά προσφυγές ακυρώσεως. Πάντως, όσον αφορά προσφυγές κατά παραλείψεως, βλ. αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 1995, Guérin automobiles κατά Επιτροπής (T‑186/94, EU:T:1995:114, σκέψη 25), και της 7ης Μαρτίου 2002, Intervet International κατά Επιτροπής (T‑212/99, EU:T:2002:63, σκέψη 53).
( 20 ) Van Raepenbusch, S., «L’Intérêt à agir dans le contentieux communautaire», σε Mélanges en hommage à Georges Vandersanden, Βρυξέλλες, Bruyant, 2008, σ. 381.
( 21 ) Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής (C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 42), διάταξη της 8ης Απριλίου 2008, Saint-Gobain Glass Deutschland κατά Επιτροπής (C‑503/07 P, EU:C:2008:207, σκέψη 48), και αποφάσεις της 17ης Απριλίου 2008, Flaherty κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑373/06 P, C‑379/06 P και C‑382/06 P, EU:C:2008:230, σκέψη 25), και της 4ης Ιουνίου 2015, Andechser Molkerei Scheitz κατά Επιτροπής (C‑682/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:356, σκέψη 25).
( 22 ) Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986, DEFI κατά Επιτροπής (282/85, EU:C:1986:316, σκέψη 18), και διάταξη της 25ης Ιουνίου 2003, Pérez Escolar κατά Επιτροπής (T‑41/01, EU:T:2003:175, σκέψεις 35 και 36), η οποία επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση με τη διάταξη της 1ης Οκτωβρίου 2004, Pérez Escolar κατά Επιτροπής (C‑379/03 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2004:580). A contrario, βλ. απόφαση της 4ης Απριλίου 2001, Regione Autonoma Friuli-Venezia Giulia κατά Επιτροπής (T‑288/97, EU:T:2001:115, σκέψη 49).
( 23 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, ATM κατά Επιτροπής (T‑178/94, EU:T:1997:210, σκέψεις 59 έως 62), όπου κρίθηκε ότι η διατήρηση σε ισχύ ή η ακύρωση της εκεί επίμαχης αποφάσεως ουδόλως ήταν ικανή να επηρεάσει τα συμφέροντα της προσφεύγουσας και, συνεπώς, αυτή δεν είχε έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής.
( 24 ) Απόφαση της 24ης Ιουνίου 1986, AKZO Chemie και AKZO Chemie UK κατά Επιτροπής (53/85, EU:C:1986:256, σκέψη 16): «[π]ρέπει να εξακριβωθεί αν [η] προσβαλλόμενη πράξη […] συνιστά μέτρο που παράγει έννομα αποτελέσματα και που μπορεί να μεταβάλει κατά τρόπο σαφή τη νομική θέση του προσφεύγοντος και να επηρεάσει με τον τρόπο αυτό τα συμφέροντα του». Βλ. επίσης, για παράδειγμα, διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, Schutzgemeinschaft Milch und Milcherzeugnisse κατά Επιτροπής (T‑112/11, EU:T:2014:752, σκέψη 22), και αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (παραλληλεπίπεδη ταμπλέτα με ένθετο) (T‑129/00, EU:T:2001:231, σκέψη 12), της 7ης Μαρτίου 2002, Intervet International κατά Επιτροπής (T‑212/99, EU:T:2002:63, σκέψη 43), και της 3ης Απριλίου 2008, Kongra-Gel κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑253/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:88, σκέψεις 82 έως 85).
( 25 ) Βλ., για παράδειγμα, διάταξη της 15ης Οκτωβρίου 2013, Andechser Molkerei Scheitz κατά Επιτροπής (T‑13/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:567, σκέψη 31), η οποία επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση, και απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Andechser Molkerei Scheitz κατά Επιτροπής (C‑682/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:356, σκέψη 25).
( 26 ) Οι αποφάσεις αυτές φαίνεται «να συγχέουν [την απαίτηση περί εννόμου συμφέροντος] με την απαίτηση σχετικά με την ύπαρξη πράξεως δεκτικής προσφυγής», βλ. Lenaerts, K., Maselis, I., και Gutman, K., σε EU Procedural Law, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2014, σ. 356, υποσημείωση 528.
( 27 ) Στην περίπτωση των προσφυγών κατά παραλείψεως, η πράξη η οποία πρέπει να είναι δεκτική προσφυγής, υπό την έννοια ότι παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, είναι, σε τελική ανάλυση, η πράξη της οποίας ζητήθηκε η έκδοση. Πάντως, το αντικείμενο της προσφυγής ενδέχεται να συνίσταται στην παράλειψη εκδόσεως προπαρασκευαστικής πράξεως, ως ενδιαμέσου βήματος. Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Pioneer Hi-Bred International κατά Επιτροπής (T‑164/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:503).
( 28 ) Ομοίως, υπάρχουν αποφάσεις στις οποίες δηλώσεις σχετικά με το έννομο συμφέρον αντιπαρατίθενται προς διαπιστώσεις σχετικές με την ύπαρξη πράξεως που αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα. Βλ., για παράδειγμα, διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, Schutzgemeinschaft Milch und Milcherzeugnisse κατά Επιτροπής (T‑112/11, EU:T:2014:752, σκέψεις 24 έως 31). Παρά ταύτα, συνεχίζουν να αποτελούν δύο διαφορετικές προϋποθέσεις.
( 29 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, easyJet κατά Επιτροπής (T‑177/04, EU:T:2006:187, σκέψη 41).
( 30 ) Διάταξη της 5ης Μαρτίου 2009, Επιτροπή κατά Provincia di Imperia (C‑183/08 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:136, σκέψη 26).
( 31 ) Απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1987, Στρογγύλη κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (204/85, EU:C:1987:21, σκέψη 11).
( 32 ) Αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής (C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 42), και της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 57).
( 33 ) Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1992, NBV και NVB κατά Επιτροπής (T‑138/89, EU:T:1992:95, σκέψη 33).
( 34 ) Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΚΤ (C‑401/09 P, EU:C:2011:370, σκέψη 49).
( 35 ) Απόφαση της 17ης Απριλίου 2008, Flaherty κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑373/06 P, C‑379/06 P και C‑382/06 P, EU:C:2008:230).
( 36 ) Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Gordon κατά Επιτροπής (C‑198/07 P, EU:C:2008:761).
( 37 ) Απόφαση της 17ης Απριλίου 2008, Flaherty κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑373/06 P, C‑379/06 P και C‑382/06 P, EU:C:2008:230, σκέψη 32).
( 38 ) Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Gordon κατά Επιτροπής (C‑198/07 P, EU:C:2008:761, σκέψεις 41 έως 53).
( 39 ) Βλ. άρθρο 28, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού.
( 40 ) Βλ. άρθρο 17, παράγραφος 5, του κανονισμού.
( 41 ) Στα σημεία 87 έως 90 και 97 των παρουσών προτάσεων, επανέρχομαι στο ζήτημα σχετικά με το αν το όφελος αυτό είναι προσωπικό για κάθε μία από τις αναιρεσείουσες.
( 42 ) Βλ. σημείο 55 των παρουσών προτάσεων.
( 43 ) Στις διατάξεις του, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η άσκηση αυτής της ευχέρειας σήμαινε ότι, πρακτικώς, οι ισχυρισμοί ήσαν σχεδόν απίθανο να εγκριθούν. Δεν θεωρώ ότι ποσοστό επιτυχίας της τάξεως του 10 %, του 50 % ή του 90 % ασκεί επιρροή στη διαπίστωση υπάρξεως εννόμου συμφέροντος. Το να εξαρτάται η έννοια του εννόμου συμφέροντος από γενικά στατιστικά δεδομένα τα οποία συνδέονται με τις ιστορικές επιλογές της εκτελεστικής εξουσίας στις διάφορες υποθέσεις, θα ήταν απλώς εσφαλμένο.
( 44 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Pioneer Hi-Bred International κατά Επιτροπής (T‑164/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:503, σκέψη 35). Το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος δεν εξετάστηκε λεπτομερώς. Πάντως, η εν λόγω απόφαση χρήζει αναφοράς εν προκειμένω, στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ασκήθηκε παραδεκτώς προσφυγή η οποία έβαλλε κατά της παραλείψεως της Επιτροπής να διαβιβάσει στο Συμβούλιο πρόταση για την έγκριση ενός ΓΤΟ (γενετικώς τροποποιημένου οργανισμού), παρά το γεγονός ότι είχε πλήρως αναγνωριστεί η πιθανότητα απορρίψεως της προτάσεως από το Συμβούλιο, αλλά και το ενδεχόμενο να γίνει αυτή δεκτή.
( 45 ) Βλ. αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 1995, Guérin automobiles κατά Επιτροπής (T‑186/94, EU:T:1995:114, σκέψη 25), της 7ης Μαρτίου 2002, Intervet International κατά Επιτροπής (T‑212/99, EU:T:2002:63, σκέψη 61), και της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Pioneer Hi-Bred International κατά Επιτροπής (T‑164/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:503).
( 46 ) Οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις υποθέσεις Intervet και Pioneer Hi-Bred (οι οποίες αναφέρονται στην υποσημείωση 45) ουσιαστικά εξετάζουν την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος από τη σκοπιά του συμφέροντος ως προς την τελική έκβαση της νομοθετικής διαδικασίας. Πάντως, το συγκεκριμένο ζήτημα δεν εξετάστηκε ειδικά στις αποφάσεις αυτές.
( 47 ) Όπως προαναφέρθηκε στο σημείο 66 των παρουσών προτάσεων, τούτο είναι παραπλανητικό. Θεωρώ ότι η δυαδική αντίληψη της μορφής «η έγκριση είναι καλή, η απόρριψη όχι», αποτελεί (δυνητικώς παραπλανητική) υπεραπλούστευση. Όπως επισημαίνουν οι αναιρεσείουσες, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι από τη σκοπιά της ασφάλειας δικαίου επίσης η απόρριψη μπορεί να συνεπάγεται οφέλη. Από την άλλη πλευρά, η έγκριση δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη λευκή επιταγή. Ενδέχεται, για παράδειγμα, να συνοδεύεται από προϋποθέσεις οι οποίες θα θεωρηθούν από τους οικονομικούς φορείς πολύ πιο επιβαρυντικές σε σχέση με τις προϋποθέσεις που προβλέπει το μεταβατικό καθεστώς.
( 48 ) Βλ. υποσημείωση 44 των παρουσών προτάσεων. Στην υπόθεση εκείνη δεν αμφισβητήθηκε καν η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος.
( 49 ) Πράγματι, το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου ζητήματος ουσιαστικά δεν εξετάζει ειδικά την επιμέρους κατάσταση καμίας από τις δύο αναιρεσείουσες.
( 50 ) Τούτο είναι αντίθετο με την κατάσταση που υπήρχε στην υπόθεση Andechser [απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Andechser Molkerei Scheitz κατά Επιτροπής (C‑682/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:356)]. Στην υπόθεση εκείνη, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι υφίστατο ανταγωνιστικό μειονέκτημα επειδή τα προϊόντα της (οργανικά γιαούρτια) ανταγωνίζονταν με μη οργανικά γιαούρτια. Ο εκεί επίμαχος κανονισμός επέτρεπε τη χρήση του υποκατάστατου ζάχαρης stéviol ως προσθέτου στα μη οργανικά γιαούρτια, αλλά δεν επέτρεπε ρητώς τη χρήση του stéviol ως συστατικού στα οργανικά γιαούρτια. Το Δικαστήριο έκρινε ότι στην υπόθεση εκείνη η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την άσκηση προσφυγής καθόσον η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ οργανικών και μη οργανικών γιαουρτιών απλώς υποτέθηκε και δεν αποδείχθηκε.
( 51 ) Πράγματι, όπως προεκτέθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου αναιρέσεως, στα σημεία 42 έως 46 των παρουσών προτάσεων, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρει (εσφαλμένως) ότι τούτο έχει ήδη συμβεί.
( 52 ) Επιβάλλεται να τονιστεί ότι το ζήτημα που εξετάζεται εν προκειμένω είναι δικονομικής φύσεως και αφορά το έννομο συμφέρον και όχι ουσιαστικό ζήτημα σχετικό ζημία.
( 53 ) Αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη στην υπόθεση T‑620/14 (σκέψη 53).
( 54 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Andechser Molkerei Scheitz κατά Επιτροπής (C‑682/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:356, σκέψη 27).
( 55 ) Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψεις 47 και 48).
( 56 ) Απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1996, T. Port (C‑68/95, EU:C:1996:452, σκέψη 59), και διάταξη της 1ης Οκτωβρίου 2004, Pérez Escolar κατά Επιτροπής (C‑379/03 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2004:580, σκέψη 15).
( 57 ) Απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1996 (C‑68/95, EU:C:1996:452, σκέψη 59).
( 58 ) Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 57), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής (C‑456/13 P, EU:C:2014:2283, σημεία 19 και 20).
( 59 ) Απόφαση της 1ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré (C‑263/02 P, EU:C:2004:210), η οποία αναίρεσε την απόφαση της 3ης Μαΐου 2002, Jégo-Quéré κατά Επιτροπής (T‑177/01, EU:T:2002:112).
( 60 ) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2002, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (C‑50/00 P, EU:C:2002:462).
( 61 ) Απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής (25/62, EU:C:1963:17, σ. 107).
( 62 ) Αντίθετη η απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Hagenmeyer και Hahn κατά Επιτροπής (T‑17/12, EU:T:2014:234, σκέψη 61).
( 63 ) Βλ. άρθρα 13, παράγραφος 3, και 24, παράγραφος 2, του κανονισμού.
( 64 ) Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2103, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑583/11 P, EU:C:2013:625). Στην απόφασή του της 12ης Ιουνίου 2015, Health Food Manufacturers’ Association κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑296/12, EU:T:2015:375, σκέψη 37), το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι ο κανονισμός 432/2012 είναι κανονιστική πράξη.
( 65 ) Απόφαση της 12ης Ιουνίου 2015, Health Food Manufacturers’ Association κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑296/12, EU:T:2015:375, σκέψη 50).
( 66 ) Αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, Glencore Grain κατά Επιτροπής (C‑404/96 P, EU:C:1998:196, σκέψη 41), της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM, (C‑125/06 P, EU:C:2008:159, σκέψη 47), και της 2ας Ιουλίου 2009, Bavaria και Bavaria Italia (C‑343/07, EU:C:2009:415, σκέψη 43). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, Dreyfus κατά Επιτροπής (C‑386/96 P, EU:C:1998:193, σκέψη 43), και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ente per le Ville Vesuviane και Ente per le Ville Vesuviane κατά Επιτροπής (C‑445/07 P και C‑455/07 P, EU:C:2009:529, σκέψη 45). Υπενθυμίζω ότι στην απόφαση Dreyfus το Δικαστήριο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το εν λόγω νομολογιακό κριτήριο παραπέμποντας σε πράξεις οι οποίες επηρεάζουν άμεσα τη «νομική κατάσταση» του προσφεύγοντος. Μολονότι η σκέψη 43 της αποφάσεως εκείνης παραπέμπει σε αρκετά νομολογιακά προηγούμενα προς στήριξη του συγκεκριμένου συμπεράσματος, εντούτοις στην πραγματικότητα κανένα από αυτά τα προηγούμενα δεν αφορά τόσο άμεσες συνέπειες στη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος ως προϋπόθεση για τη διαπίστωση του άμεσου επηρεασμού του (επιπλέον, στην υπόθεση Dreyfus, το Δικαστήριο έκρινε τελικά ότι η επίμαχη πράξη επηρέαζε άμεσα τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος, ανατρέποντας συναφώς την πρωτόδικη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου).
( 67 ) Πάντως, συμμερίζομαι τις επιφυλάξεις, οι οποίες έχουν ήδη διατυπωθεί αλλού, ως προς το αν αυτή τη μέθοδος είναι πράγματι ικανή να αποτυπώσει πλήρως τις αμέτρητες ιδιαιτερότητες του «άμεσου επηρεασμού» όπως αυτός εφαρμόζεται από το Δικαστήριο [βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokkot στην υπόθεση Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑583/11 P, EU:C:2013:21, σημείο 71)]. Ιδίως, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του κριτηρίου, έχει κριθεί αρκετές φορές ότι υπήρχε άμεσος επηρεασμός ακόμη και όταν οι συνέπειες των σχετικών πράξεων είναι απλώς πραγματικής φύσεως, και όχι έννομες, επειδή, για παράδειγμα, οι ενδιαφερόμενοι επηρεάζονταν άμεσα υπό την ιδιότητά τους ως φορέων της αγοράς οι οποίοι βρίσκονται σε ανταγωνισμό με άλλους φορείς της αγοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου αποτελεί η νομολογία σχετικά με προσφυγές κατά των κρατικών ενισχύσεων και των αποφάσεων περί συγχωνεύσεων. Όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 1990, Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑169/84, EU:C:1990:301, σκέψη 9), όπου το παραδεκτό θεωρήθηκε δεδομένο. Βλ., επίσης, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2007, Ισπανία κατά Lenzing (C‑525/04 P, EU:C:2007:698, σκέψεις 31 και 35 έως 38). Για πιο πρόσφατο παράδειγμα, βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ferracci κατά Επιτροπής (T‑219/13, EU:T:2016:485, σκέψη 44). Όσον αφορά τον έλεγχο των συγχωνεύσεων, βλ. αποφάσεις της 3ης Απριλίου 2003, BaByliss κατά Επιτροπής (T‑114/02, EU:T:2003:100, σκέψη 89), και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, ARD κατά Επιτροπής (T‑158/00,EU:T:2003:246, σκέψη 60).
( 68 ) Απόφαση της 12ης Ιουνίου 2015, Health Food Manufacturers’ Association κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑296/12, EU:T:2015:375, σκέψη 50).
( 69 ) Πάντως, βλ. σημεία 137 έως 139 των παρουσών προτάσεων.
( 70 ) Απόφαση της 12ης Ιουνίου 2015, Health Food Manufacturers’ Association κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑296/12, EU:T:2015:375, σκέψεις 40 και 41).
( 71 ) Απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Hagenmeyer και Hahn κατά Επιτροπής (T‑17/12, EU:T:2014:234). Στην υπόθεση εκείνη, προσφεύγων ήταν ένας καθηγητής πανεπιστημίου ο οποίος είχε υποβάλει αίτηση εγκρίσεως ενός ισχυρισμού υγείας αναφορικά με τις ευεργετικές ιδιότητες του νερού. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή του για την ακύρωση της αρνήσεως της Επιτροπής υπό τη μορφή του κανονισμού (ΕΕ) 1170/2011 [κανονισμός της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με την άρνηση εγκρίσεως ορισμένων ισχυρισμών υγείας οι οποίοι διατυπώνονται για τα τρόφιμα και αφορούν τη μείωση του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας (ΕΕ 2011, L 299, σ. 1)] ασκήθηκε παραδεκτώς.
( 72 ) Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Microban International και Microban (Europe) κατά Επιτροπής (T‑262/10, EU:T:2011:623), η προσφεύγουσα είχε προσφύγει κατά της απαγορεύσεως χρήσεως του τρικλοζάν σε υλικά συσκευασίας τροφίμων. Η προσφεύγουσα ήταν παρασκευάστρια, πωλήτρια και έμπορος προσθέτων και είχε υποβάλει αίτηση για την αναγραφή του τρικλοζάν στον κατάλογο επιτρεπόμενων προσθέτων δυνάμει της οδηγίας 90/128 της Επιτροπής, της 23ης Φεβρουαρίου 1990, σχετικά με τα πλαστικά υλικά και αντικείμενα που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα (ΕΕ 1990, L 75, σ. 19). Ήταν απολύτως σαφές ότι επρόκειτο να επηρεαστεί εμπορικά από τη σχετική απαγόρευση (βλ. σκέψη 28 της εν λόγω αποφάσεως). Πάντως, εν τοις πράγμασι, δεν δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά στη δευτερογενή αγορά της συσκευασία τροφίμων.
( 73 ) Βλ. ανάλυση ανωτέρω όσον αφορά το έννομο συμφέρον (υπό Γ).
( 74 ) Η υπογράμμιση δική μου.
( 75 ) Βλ. άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού και άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ 2002, L 31, σ. 1).
( 76 ) Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, στο σημείο 131 των παρουσών προτάσεων, πρόσθετα ζητήματα ανακύπτουν σχετικά με τις σποραδική ή προσωρινή δραστηριοποίηση στη βιομηχανία των τροφίμων.
( 77 ) Πράγματι, διαφορετική διαπίστωση θα ισοδυναμούσε με αποδοχή του ενδεχομένου ότι οι αναιρεσείουσες στην υπό κρίση υπόθεση θα μπορούσαν δυνητικώς να «κατασκευάσουν» το στοιχείο του άμεσου επηρεασμού, εμπλεκόμενες προσωρινά σε κάποια περιθωριακή και απολύτως άσχετη με τη βιομηχανία των τροφίμων δραστηριότητα προκειμένου να αποκτήσουν την ιδιότητα του «υπεύθυνου επιχείρησης τροφίμων». Η αναγνώριση τέτοιου είδους εννόμων συνεπειών στην παρουσία υπό τη μορφή απομακρυσμένης ψηφίδας στο μωσαϊκό της βιομηχανίας των τροφίμων, δεν θα ήταν ούτε αξιόπιστη ούτε συνεκτική, όταν, ταυτόχρονα, η δραστηριοποίηση σε στενά συνδεδεμένες αγορές έχει χαρακτηριστεί ως άνευ σημασίας.
( 78 ) Απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής (C‑456/13 P, EU:C:2015:284).
( 79 ) Στην απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής (C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 34), κρίθηκε ότι αιτήσεις χορηγήσεως πιστοποιητικού επιτρεπόταν να υποβάλουν μόνον «εγκεκριμένες δυνάμει του άρθρου 57 του κανονισμού 1234/2007 επιχειρήσεις παραγωγής ζαχαρότευτλων και ζαχαροκάλαμων ή ισογλυκόζης, στις οποίες είχε κατανεμηθεί ποσόστωση παραγωγής για την […] περίοδο εμπορίας 2010/2011».
( 80 ) Απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής (C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 37).
( 81 ) Υποσημείωση 26 των παρουσών προτάσεων.
( 82 ) Βλ. σημείο 50 των παρουσών προτάσεων.
( 83 ) Απόφαση της 5ης Μαΐου 1998, Dreyfus κατά Επιτροπής (C‑386/96 P, EU:C:1998:193, σκέψη 43). Βλ. την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 66 νομολογία. Βλ., επίσης, υποσημείωση 71 των παρουσών προτάσεων. Πάντως, εν προκειμένω, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος του «πραγματικού» άμεσου επηρεασμού.
( 84 ) Βλ. υποσημείωση 67 των παρουσών προτάσεων.

Full & Egal Universal Law Academy