EUR-Lex -  62006CC0331 - EL
Karar Dilini Çevir:
EUR-Lex -  62006CC0331 - EL

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JÁN MAZÁK
της 16ης Ιανουαρίου 2008 1(1)
Υπόθεση C‑331/06
K. D. Chuck
κατά
Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank
[αίτηση του Rechtbank te Amsterdam (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Σύνταξη γήρατος – Υπολογισμός ασφαλιστικών περιόδων υπηκόου κράτους μέλους ο οποίος εργάστηκε σε δύο άλλα κράτη μέλη – Τόπος κατοικίας σε τρίτη χώρα κατά τον χρόνο συνταξιοδοτήσεως»




1.        Η παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το άρθρο 48 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1386/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2001 (στο εξής: κανονισμός 1408/71 ή κανονισμός) (2).
2.        Η διάταξη αυτή αφορά τις περιόδους ασφαλίσεως με διάρκεια μικρότερη του έτους οι οποίες συμπληρώθηκαν στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Το άρθρο 48, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 προβλέπει κατ’ ουσίαν ότι τόσο σύντομες περίοδοι ασφαλίσεως πρέπει να προστίθενται στις περιόδους ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν στο πλαίσιο άλλων συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών.
3.        Στην υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, ένας Βρετανός υπήκοος εργάστηκε επί σειρά ετών εντός της Κοινότητας (κυρίως στις Κάτω Χώρες, αλλά και εννέα μήνες στη Δανία) πριν εγκατασταθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου ζει έκτοτε. Όταν υπέβαλε αίτηση συνταξιοδοτήσεως στις αρμόδιες ολλανδικές αρχές, τέθηκε το ζήτημα αν ο κανόνας του άρθρου 48, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 έπρεπε να εφαρμοστεί επί αιτήσεως συνταξιοδοτήσεως την οποία υπέβαλε πρόσωπο το οποίο κατοικεί εκτός της Κοινότητας, πράγμα το οποίο θα είχε εν προκειμένω ως συνέπεια ότι, για τον υπολογισμό του ποσού της αιτούμενης συντάξεως, οι ολλανδικές αρχές θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους περιόδους ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν τόσο βάσει του ολλανδικού δικαίου όσο και βάσει του δανικού δικαίου.
I –    Το νομικό πλαίσιο
 Α –       Το κοινοτικό νομικό πλαίσιο
4.        Ο κανονισμός 1408/71 ορίζει τους κανόνες για τον συντονισμό της εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας.
5.        Το άρθρο 2 του κανονισμού ορίζει τα εξής:
«Καλυπτόμενα πρόσωπα
1.      Ο παρών κανονισμός ισχύει για μισθωτούς ή μη μισθωτούς και για σπουδαστές που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων από τα κράτη μέλη και είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη ή απάτριδες ή πρόσφυγες που κατοικούν στο έδαφος κράτους μέλους, καθώς και για τα μέλη της οικογένειάς τους και για τους επιζώντες τους.
[…]»
6.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού προβλέπει:
«Ισότητα μεταχειρίσεως
1.      Τα πρόσωπα [που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη (3)] για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από την νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού.»
7.        Το άρθρο 10 του κανονισμού προβλέπει:
«Άρση της ρήτρας κατοικίας – Επίπτωση της υποχρεωτικής ασφαλίσεως στην απόδοση των εισφορών
1.      Εκτός αν ο παρών κανονισμός προβλέπει άλλως, οι εις χρήμα παροχές αναπηρίας, γήρατος ή επιζώντων, οι συντάξεις εργατικών ατυχημάτων ή επαγγελματικής ασθενείας και τα επιδόματα θανάτου που αποκτώνται δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών δεν δύνανται να υποστούν καμία μείωση, τροποποίηση, αναστολή, κατάργηση, κατάσχεση επειδή ο δικαιούχος κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο, όπου ευρίσκεται ο φορέας οφειλέτης.
Το προηγούμενο εδάφιο έχει επίσης εφαρμογή επί παροχών εφ' άπαξ που χορηγούνται σε περίπτωση νέου γάμου του επιζώντος συζύγου, ο οποίος είχε δικαίωμα συντάξεως επιζώντος.
[…]»
8.        Το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού προβλέπει:
«2.      Όταν οι προϋποθέσεις, που απαιτούνται από τη νομοθεσία κράτους μέλους για την απόκτηση δικαιώματος παροχών, πληρούνται μόνο μετά την εφαρμογή του άρθρου 45 και/ή του άρθρου 40, παράγραφος 3, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:
(α)      ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το θεωρητικό ποσό της παροχής την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, εάν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως και/ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τις νομοθεσίες των κρατών μελών στις οποίες είχε υπαχθεί ο εργαζόμενος (μισθωτός ή μη μισθωτός) είχαν πραγματοποιηθεί στο εν λόγω κράτος μέλος και υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζεται κατά την ημερομηνία της εκκαθαρίσεως της παροχής. Αν, κατά τη νομοθεσία αυτή, το ποσό της παροχής είναι ανεξάρτητο από τη διάρκεια των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν, το ποσό αυτό λαμβάνεται ως το θεωρητικό ποσό που αναφέρεται στο παρόν στοιχείο·
[…]»
9.        Το άρθρο 48 του κανονισμού προβλέπει:
«Περίοδοι ασφαλίσεως ή κατοικίας κατώτερες του έτους
1.      Παρά το άρθρο 46, παράγραφος 2, ο φορέας κράτους μέλους δεν υποχρεούται να χορηγεί παροχές δυνάμει χρονικών περιόδων οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει και οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη στιγμή της επέλευσης του κινδύνου, σε περίπτωση που:
–        η διάρκεια των εν λόγω χρονικών περιόδων είναι μικρότερη του έτους,
και
–        αν ληφθούν υπόψη οι περίοδοι αυτές και μόνο, δεν αποκτάται δικαίωμα παροχών δυνάμει των διατάξεων αυτής της νομοθεσίας.
2.      Ο αρμόδιος φορέας καθενός από τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λαμβάνει υπόψη τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 για την εφαρμογή του άρθρου 46, παράγραφος 2, με εξαίρεση το στοιχείο β΄.
3.      Στην περίπτωση που η εφαρμογή της παραγράφου 1 θα έχει ως αποτέλεσμα να απαλλαγούν από τις υποχρεώσεις τους όλοι οι φορείς των ενδιαφερομένων κρατών, οι παροχές χορηγούνται αποκλειστικά κατά τη νομοθεσία του τελευταίου από τα κράτη αυτά, οι προϋποθέσεις της οποίας πληρούνται, σαν να είχαν πραγματοποιηθεί όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως και κατοικίας, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν και ελήφθησαν υπόψη σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφοι 1 έως 4, υπό τη νομοθεσία του κράτους αυτού.»
10.      Το άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 (4) (στο εξής: κανονισμός εφαρμογής) θέτει τον ακόλουθο κανόνα:
«Εφόσον ο αιτών κατοικεί στο έδαφος ενός κράτους, που δεν είναι κράτος μέλος, υποχρεούται να υποβάλει την αίτησή του στον αρμόδιο φορέα εκείνου από τα κράτη μέλη στη νομοθεσία του οποίου ο εργαζόμενος υπήγετο τελευταία.
Στην περίπτωση που ο αιτών υποβάλλει την αίτησή του στον φορέα του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος, ο τελευταίος αυτός τη διαβιβάζει στον αρμόδιο φορέα.»
 Η εθνική νομοθεσία
1.      Η νομοθεσία των Κάτω Χωρών
11.      Ο Algemene Ouderdomswet (γενικός νόμος περί συντάξεων γήρατος, στο εξής: AOW) προβλέπει ότι, από το 65ο έτος της ηλικίας τους λαμβάνουν σύνταξη γήρατος όσοι ήσαν ασφαλισμένοι βάσει του νόμου αυτού. Ασφαλισμένος είναι όποιος δεν έχει ακόμη συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του και είναι κάτοικος Κάτω Χωρών ή δεν είναι κάτοικος Κάτω Χωρών, αλλά υπάγεται στον ίδιο νόμο λόγω της ασκήσεως μισθωτής εργασίας στις Κάτω Χώρες. Η σύνταξη γήρατος μειώνεται κατά 2 % για κάθε πλήρες ημερολογιακό έτος κατά το οποίο ο συνταξιούχος δεν ήταν ασφαλισμένος μετά τη συμπλήρωση του 15ου έτους της ηλικίας του, αλλά πριν συμπληρώσει το 65ο έτος .
2.      Η δανική νομοθεσία
12.      Το σύστημα της δανικής νομοθεσίας για τη σύνταξη γήρατος παρέχει ασφάλιση σε όποιον κατοικεί και εργάζεται στη Δανία. Το δανικό σύστημα στηρίζεται, όπως και το ολλανδικό, στη σταδιακή απόκτηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Βάσει των διατάξεων της δανικής νομοθεσίας, ο Κ. D. Chuck δεν μπορεί, προκειμένου να θεμελιώσει δικαίωμα συντάξεως γήρατος, να επικαλεστεί το γεγονός ότι κατά το παρελθόν ήταν ασφαλισμένος επί εννέα μήνες.
II – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και το προδικαστικό ερώτημα
13.      Ο προσφεύγων γεννήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1935 και έχει τη βρετανική ιθαγένεια. Από την 1η Σεπτεμβρίου 1972 μέχρι την 1η Απριλίου 1975 και από την 1η Ιανουαρίου 1976 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1977, ήτοι επί τέσσερα έτη και επτά μήνες, διέμενε και εργαζόταν στις Κάτω Χώρες. Κατά τους εννέα μήνες μεταξύ των δύο αυτών χρονικών περιόδων, ο προσφεύγων εργάστηκε στη Δανία όπου κατέβαλε εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως. Από 1ης Ιανουαρίου 1978, είναι κάτοικος Ηνωμένων Πολιτειών.
14.      Όταν συμπλήρωσε την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, ο προσφεύγων υπέβαλε στο Raad van bestuur van de Sociale Verzekeringsbank (διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας κοινωνικής ασφαλίσεως, στο εξής: SVB) αίτηση για την καταβολή συντάξεως γήρατος.
15.      Με απόφασή του της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, το SVB ανακοίνωσε στον προσφεύγοντα ότι από τον Δεκέμβριο του 2000 έχει δικαίωμα να λάβει σύνταξη βάσει του AOW ίση προς το 10 % της προβλεπόμενης από τον AOW πλήρους συντάξεως. Για τον υπολογισμό του ύψους της συντάξεως, το SVB δεν έλαβε υπόψη του τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως που είχε καταβάλει στη Δανία, διότι ο Κ. D. Chuck δεν κατοικούσε εντός της Κοινότητας κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς του για την καταβολή συντάξεως και, ως εκ τούτου, το SVB φρονούσε ότι δεν μπορούσε να υπαχθεί στην ευεργετική διάταξη του άρθρου 48 του κανονισμού.
16.      Επίσης, το SVB ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι, δεδομένου ότι η σύζυγος του δεν είχε συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας της, είχε δικαίωμα να λάβει αύξηση ίση προς το 26 % της πλήρους συντάξεως από τον Δεκέμβριο του 2002.
17.      Ο K. D. Chuck άσκησε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής, πλην όμως το SVB την απέρριψε με απόφασή του της 2ας Ιανουαρίου 2002 ως αβάσιμη. Ο K. D. Chuck προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Rechtbank te Amsterdam. Υποστήριξε κατ’ ουσίαν ότι το SVB θα έπρεπε να λάβει υπόψη του, κατά τον υπολογισμό του ύψους της συντάξεώς του, την περίοδο κατά την οποία κατέβαλλε εισφορές στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα της Δανίας και ότι το SVB κακώς δεν εφάρμοσε το άρθρο 48, παράγραφος 2, του κανονισμού, διότι το γεγονός ότι δεν κατοικούσε στο έδαφος της Κοινότητας δεν αποκλείει την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως.
18.      Στις 27 Ιουλίου 2006, το Rechtbank te Amsterdam αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το ακόλουθο ερώτημα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:
«Πρέπει σε μια περίπτωση, όπου ένας εργαζόμενος κατά την ημερομηνία κατά την οποία έφθασε σε συντάξιμη ηλικία είχε την κατοικία του εκτός της Κοινότητας, το άρθρο 48 του κανονισμού 1408/71 να εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο ως εάν ο εργαζόμενος αυτός είχε την κατοικία του στο έδαφος της Κοινότητας;»
III – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
19.      Ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν παρατηρήσεις το SVB, η Επιτροπή, και οι Κυβερνήσεις της Ελλάδος, της Ιταλίας και των Κάτω Χωρών.
20.      Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη στις 27 Σεπτεμβρίου 2007.
IV – Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία
21.      Η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η απάντηση ότι, στην περίπτωση που ένας εργαζόμενος κατοικεί εκτός της Κοινότητας κατά την ημερομηνία συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότησή του, το άρθρο 48 του κανονισμού πρέπει να εφαρμόζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ως εάν κατοικούσε στο έδαφος της Κοινότητας. Η Επιτροπή φρονεί ότι το ζήτημα αν ο αιτών κατοικεί στο έδαφος της Κοινότητας ή εκτός του εδάφους της ουδόλως επηρεάζει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.
22.      Κατά την Επιτροπή, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο κανονισμός 1408/71 δεν δημιουργεί ένα κοινό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά απλά συντονίζει τα εθνικά συστήματα. Ενώ οι διακινούμενοι εργαζόμενοι που υπάγονταν σε διαφορετικά εθνικά συστήματα έχουν χωριστές απαιτήσεις κατά των διαφόρων εθνικών φορέων, οι κοινοτικοί κανόνες που διέπουν την κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων διασφαλίζουν την αναγνώριση και την προστασία των δικαιωμάτων αφής στιγμής τα αποκτήσουν αυτοί που πρέπει να θεωρούνται ως διακινούμενοι εργαζόμενοι κατά την έννοια της ρυθμίσεως αυτής.
23.      Κατά την Επιτροπή, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι το καθοριστικό κριτήριο για την εφαρμογή των κανόνων αυτών είναι η σχέση που υφίσταται μεταξύ του εργαζόμενου και του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος συγκεκριμένου κράτους μέλους στο οποίο υπαγόταν κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και όχι, π.χ., ο τόπος ασκήσεως μιας επαγγελματικής δραστηριότητας. Επομένως, κατά την Επιτροπή, το ουσιαστικό κριτήριο για την εφαρμογή του κανονισμού 1408/71 είναι η σχέση που υφίσταται μεταξύ του εργαζομένου και του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως ενός κράτους μέλους.
24.      Κατά την Επιτροπή, αν γινόταν δεκτή η συλλογιστική του SVB, τότε η αρχή του συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως την οποία καθιερώνει ο κανονισμός 1408/71 θα έχανε μεγάλο μέρος της αποτελεσματικότητάς της.
25.      Εντούτοις, είναι αναμφισβήτητο ότι καμία διάταξη του κανονισμού δεν επιβάλλει την εξαγωγιμότητα των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών σε χώρες που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ζήτημα αυτό εξακολουθεί να διέπεται από την εθνική νομοθεσία.
26.      Οι Κυβερνήσεις της Ελλάδος και της Ιταλίας συμμερίζονται κατ’ ουσίαν την άποψη της Επιτροπής. Η Ελληνική Κυβέρνηση επισημαίνει επίσης ότι το άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 574/72 προβλέπει ότι, αν ο αιτών κατοικεί εκτός εδάφους της Κοινότητας, υποχρεούται να υποβάλει την αίτησή του στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου ο εργαζόμενος υπαγόταν τελευταία.
27.      Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, το οποίο διασφαλίζει τη διατήρηση των παροχών σε περίπτωση μετακινήσεως από ένα κράτος μέλος σε άλλο, δεν συνεπάγεται καθαυτό ότι το δικαίωμα επί των παροχών δεν διατηρείται παρά μόνο στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος μετοικήσει από ένα κράτος μέλος σε άλλο και δεν αποκλείει την απόκτηση αξιώσεως προς παροχή στην περίπτωση που ο αιτών δεν κατοικεί πλέον σε κράτος μέλος κατά τον χρόνο συνταξιοδοτήσεώς του. Η Ιταλική Κυβέρνηση υπενθυμίζει επίσης ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 647/2005 τροποποίησε το άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71, καταργώντας την προϋπόθεση η οποία υποχρέωνε τον δικαιούχο να κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους προκειμένου να μπορεί να επωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας ενός κράτους μέλους κατά τρόπο μη συνεπαγόμενο δυσμενείς διακρίσεις. Περαιτέρω, επισημαίνει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 (5), που καταργεί τον κανονισμό 1408/71 από της ημερομηνίας εφαρμογής του (6), προβλέπει ότι «ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στους υπηκόους κράτους μέλους, τους ανιθαγενείς και τους πρόσφυγες που κατοικούν σε κράτος μέλος και υπάγονται ή είχαν υπαχθεί στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων κρατών μελών […]».
28.      Η Ολλανδική Κυβέρνηση προτάσσει ως επιχείρημα για την καταφατική απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 42 ΕΚ προβλέπει ένα σύστημα το οποίο διασφαλίζει τα δικαιώματα κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων προκειμένου να ενθαρρύνει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Προς τούτο, προβλέπει, πρώτον, τον συνυπολογισμό όλων των περιόδων ασφαλίσεως για την κτήση και τη διατήρηση του δικαιώματος προς παροχές πέραν του εθνικού εδάφους εκάστου κράτους μέλους και, δεύτερον, την υποχρέωση καταβολής των παροχών καθ’ όλη την έκταση του εδάφους της Κοινότητας. Επιπλέον, το άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 574/72 διευκρινίζει τη διαδικασία βάσει της οποίας οι ασφαλισμένοι που δεν κατοικούν εντός της Κοινότητας πρέπει να υποβάλουν την αίτησή τους για την καταβολή συντάξεως γήρατος ή αναπηρίας.
29.      Εντούτοις, ως επιχείρημα υπέρ της αρνητικής απαντήσεως στο προδικαστικό ερώτημα η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι σκοπός του κανονισμού 1408/71 είναι να καταστήσει ευχερέστερη την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και των μελών της οικογένειάς τους εντός της Κοινότητας, άποψη η οποία επιρρωννύεται εξάλλου από τη διατύπωση του άρθρου 42 ΕΚ, δυνάμει του οποίου το Συμβούλιο λαμβάνει στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλιστεί η καταβολή των παροχών στα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος των κρατών μελών.
30.      Τέλος, η Ολλανδική Κυβέρνηση τονίζει ότι στην περίπτωση που η σύνταξη γήρατος πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, τούτο δεν σημαίνει ότι η σύνταξη αυτή μπορεί να εξάγεται σε χώρα η οποία δεν είναι μέλος της Κοινότητας και να καταβάλλεται εντός αυτής. Κατά την άποψή της, ο κανονισμός 1408/71 δεν επιλύει το ζήτημα αυτό το οποίο εξακολουθεί να ρυθμίζεται αποκλειστικά από την εθνική νομοθεσία.
31.      Το SVB, καθού στην κύρια δίκη, φρονεί ότι το Δικαστήριο πρέπει να δώσει αρνητική απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα.
32.      Υποστηρίζει, πρώτον, ότι ο κανονισμός διασφαλίζει αποκλειστικά τα δικαιώματα και τις παροχές των εργαζομένων που διακινούνται εντός της Κοινότητας και ότι δεν μπορεί να συναχθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι οποιοσδήποτε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού θα μπορούσε, κατά κανόνα, να αντλεί αυτομάτως δικαιώματα από αυτόν.
33.      Το SVB προσθέτει ότι θα ήταν υποχρεωμένο να εφαρμόσει το άρθρο 48 του κανονισμού στην περίπτωση αιτούντος που κατοικεί εκτός της Κοινότητας μόνο στην περίπτωση που οι συνυπολογιστέες παροχές έπρεπε να εξαχθούν βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού. Ωστόσο, το άρθρο 10 διασφαλίζει μόνον την εξαγωγιμότητα συντάξεως σε άλλο κράτος μέλος. Τούτο συνεπάγεται ότι το άρθρο 10 δεν υποχρεώνει τις δανικές αρχές να επιτρέψουν την εξαγωγή συντάξεως εκτός της Ενώσεως και, ως εκ τούτου, θα ήταν παράλογο να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 48 του κανονισμού υποχρεώνει τις ολλανδικές αρχές να συνυπολογίσουν τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως τις οποίες κατέβαλλε ο K. D. Chuck επί εννέα μήνες στη Δανία και ότι, ως εκ τούτου, οι εισφορές αυτές παράγουν συνέπειες εκτός της Κοινότητας. Εν προκειμένω, ο K. D. Chuck έχει δικαίωμα να προβεί στην εξαγωγή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απορρέουν από τον AOW προς τις Ηνωμένες Πολιτείες αποκλειστικά βάσει της ολλανδικής εθνικής νομοθεσίας.
34.      Έτσι, δεδομένου ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει την εξαγωγή των δανικών παροχών, κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί να συναχθεί από το κοινοτικό δίκαιο το δικαίωμα εξαγωγής του αθροίσματός τους βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του κανονισμού. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται με το άρθρο 7 του κανονισμού 883/2004 (7).
V –    Εκτίμηση
35.      Το ουσιώδες ζήτημα για το οποίο ερίζουν οι διάδικοι της κύριας δίκης είναι αν, δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του κανονισμού, το SVB ήταν υποχρεωμένο να συνυπολογίσει την περίοδο ασφαλίσεως των εννέα μηνών που συμπλήρωσε ο προσφεύγων στη Δανία κατά τον υπολογισμό του ύψους της συντάξεως που έπρεπε να του καταβάλλει.
36.      Η αρχή του άρθρου 48, παράγραφος 2, του κανονισμού δεν τίθεται, καθ’ εαυτήν, εν αμφιβόλω στην υπό κρίση υπόθεση. Αντικείμενο του άρθρου 48 του κανονισμού είναι το ειδικό ζήτημα των περιόδων ασφαλίσεως διάρκειας μικρότερης του έτους που συμπληρώθηκαν υπό την εθνική νομοθεσία συγκεκριμένου κράτους μέλους. Το άρθρο 48, παράγραφος 1, ορίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της σύντομης χρονικής διάρκειας μιας τέτοιας περιόδου ασφαλίσεως, ο φορέας που είναι αρμόδιος για την εφαρμογή του συστήματος αυτού απαλλάσσεται της υποχρεώσεως να χορηγεί παροχές. Το άρθρο 48, παράγραφος 2, του κανονισμού διασφαλίζει ότι ο φορέας του κράτους μέλους που είναι αρμόδιος για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων λαμβάνει εντούτοις υπόψη αυτές τις περιόδους ασφαλίσεως (8).
37.      Το ζήτημα για το οποίο ερίζουν οι διάδικοι έγκειται στο αν το άρθρο αυτό πρέπει να εφαρμοστεί στην περίπτωση εργαζομένου ο οποίος δεν κατοικεί εντός της Κοινότητας κατά τον χρόνο της υποβολής της αιτήσεως για τη συνταξιοδότησή του.
38.      Το άρθρο 2 του κανονισμού 1408/71 τάσσει δύο προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά προκειμένου ο κανονισμός να μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση ενός ιδιώτη: το πρόσωπο αυτό πρέπει να έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους της Κοινότητας (ή το καθεστώς του ανιθαγενή ή του πρόσφυγα που κατοικεί στο έδαφος ενός κράτους μέλους) και πρέπει να υπάγεται στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ενός κράτους μέλους.
39.      Εντούτοις, ο κανονισμός 1408/71 δεν θέτει ειδικούς κανόνες ως προς το εδαφικό πεδίο εφαρμογής του ή το νομικό καθεστώς των συνταξιοδοτικών απαιτήσεων που απέκτησαν εργαζόμενοι οι οποίοι στη συνέχεια μετοίκησαν σε τρίτη χώρα.
40.      Μολονότι είναι αληθές ότι το άρθρο 10 του κανονισμού 1408/71 δεν απαγορεύει τις ρήτρες κατοικίας παρά μόνο για τα κράτη μέλη της Κοινότητας, τούτο δεν πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι εργαζόμενοι παύουν να επωφελούνται των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει ο κανονισμός στην περίπτωση που μετοικήσουν σε τρίτη χώρα. Πράγματι, ο ορισμός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης στο άρθρο 299 ΕΚ δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι κοινοτικοί κανόνες να παράγουν συνέπειες εκτός του εδάφους της Κοινότητας (9).
41.      Επομένως, πρέπει να ληφθεί υπόψη η όλη οικονομία καθώς και ο σκοπός του άρθρου 48, παράγραφος 2, του κανονισμού προκειμένου να καθοριστεί αν ο τόπος κατοικίας του αιτούντος κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς του συνταξιοδοτήσεως πρέπει να επηρεάζει την εφαρμογή της αρχής του συνυπολογισμού των σύντομων περιόδων ασφαλίσεως όπως προβλέπει η διάταξη αυτή.
42.      Πρώτον, πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι ο κανονισμός εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 περιέχει έναν κανόνα που καθορίζει τον φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως που είναι αρμόδιος για την εξέταση αιτήσεων συνταξιοδοτήσεως που υποβάλλουν κάτοικοι τρίτων χωρών. Τούτο αποτελεί ένδειξη ότι ο κανονισμός 1408/71 μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση αιτούντων οι οποίοι δεν κατοικούν εντός της Κοινότητας κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς τους.
43.      Σε σχέση με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, το Δικαστήριο έχει κρίνει, με πάγια νομολογία του, ότι σκοπός των κανονισμών που εκδόθηκαν για την εφαρμογή του άρθρου 42 ΕΚ είναι να παρασχεθεί στους διακινούμενους εργαζoμένους η μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία κινήσεως εντός της κοινής αγοράς και ότι οι κανονισμοί αυτοί πρέπει να ερμηνεύονται βάσει του σκοπού αυτού (10).
44.      Με τον κανονισμό 1408/71, επιδιώκεται η επίτευξη του σκοπού αυτού διά της αποτροπής των αρνητικών συνεπειών που θα μπορούσε να έχει η άσκηση του δικαιώματος στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων επί των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών που απολαύουν οι εργαζόμενοι και τα μέλη της οικογένειάς τους. Όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, σκοπός του κανονισμού είναι να σταθεροποιήσει τη σταδιοδρομία των διακινούμενων εργαζομένων σε σχέση με τις εισφορές στα διάφορα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως και, με τον τρόπο αυτόν, να παράσχει τη νομική βεβαιότητα ότι θα διατηρήσουν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που απορρέουν από τις εισφορές τους στα συνταξιοδοτικά συστήματα όπως ακριβώς κι ένας εργαζόμενος ο οποίος δεν άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό της Κοινότητας (11).
45.      Ειδικότερα, το άρθρο 48 του κανονισμού 1408/71 ρυθμίζει τα του συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως διάρκειας μικρότερης του ενός έτους που συμπληρώθηκαν βάσει της νομοθεσίας συγκεκριμένου κράτους μέλους και των περιόδων ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν σε άλλα κράτη μέλη. Αν οι σύντομες περίοδοι ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν, βάσει της νομοθεσίας ενός συγκεκριμένου κράτους μέλους, δεν λαμβάνονταν υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους της συντάξεως κατά τον χρόνο της συνταξιοδοτήσεως, η απώλεια αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει την απόφαση του εργαζομένου να ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης μετακινήσεως στο εσωτερικό της Κοινότητας, δεδομένου ότι προφανώς ο εργαζόμενος αδυνατεί να προβλέψει, κατά τον χρόνο που θα αποφασίσει να μετακινηθεί σε άλλο κράτος μέλος, για πόσο χρονικό διάστημα θα εργαστεί σε αυτό κι αν θα είναι σε θέση να αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον το άρθρο 48 του κανονισμού διασφαλίζει ότι οι περίοδοι αυτές προστίθενται στις περιόδους ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν βάσει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών ούτως ώστε να μπορούν να παράσχουν το δικαίωμα καταβολής συντάξεως ακόμη και στην περίπτωση που, αποκλειστικά και μόνο βάσει της εθνικής νομοθεσίας, δεν θα μπορούσε να αποκτηθεί αυτοτελώς δικαίωμα συντάξεως γήρατος βάσει τόσο σύντομων περιόδων ασφαλίσεως.
46.      Στην περίπτωση του K. D. Chuck, είναι προφανές ότι η απόφασή του να εγκαταλείψει τις Κάτω Χώρες προκειμένου να εγκατασταθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχει καμία σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας. Ωστόσο, η σχέση αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι κατά το παρελθόν είχε ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό της Κοινότητας όταν, με την ιδιότητά του ως Βρετανού πολίτη, είχε εργαστεί στις Κάτω Χώρες πριν μετοικήσει στη Δανία προκειμένου να εργαστεί στη χώρα αυτή για εννέα μήνες και, στη συνέχεια, να επανέλθει στις Κάτω Χώρες. Πρόκειται ακριβώς για το είδος των περιστάσεων υπό τις οποίες ο κανονισμός 1408/71 σκοπεί να διασφαλίσει ότι η άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας δεν θα επηρεάσει αρνητικά τα δικαιώματα κοινωνικής ασφαλίσεως ενός εργαζομένου.
47.      Πράγματι, ένας υπήκοος της Κοινότητας δεν μπορεί να προβλέψει κατά τον χρόνο που λαμβάνει την απόφαση να μεταβεί σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να εργαστεί σε αυτό για σύντομη χρονική περίοδο σε ποιον τόπο θα κατοικεί κατά τον χρόνο της συνταξιοδοτήσεώς του. Έτσι, αν υπάρχει το ενδεχόμενο μια σύντομη περίοδος εργασίας σε συγκεκριμένο κράτος μέλος, όπως ήταν η εννιάμηνη διαμονή του K. D. Chuck στη Δανία, να μη ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους της συντάξεώς του κατά τον χρόνο συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ανάλογα με το αν θα κατοικεί ή όχι στην Κοινότητα κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς του συνταξιοδοτήσεως, μία τέτοια αβεβαιότητα θα μπορούσε να επηρεάσει την απόφασή του να ασκήσει ή όχι το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό της κοινής αγοράς σε ένα προγενέστερο στάδιο της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του στην Κοινότητα. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο προς τον σκοπό του κανονισμού 1408/71, δεδομένου ότι θα μπορούσε να αποθαρρύνει τους εργαζομένους να ασκήσουν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας.
48.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, βάσει του σκοπού που επιδιώκει, το άρθρο 48 του κανονισμού 1408/71 θα έπρεπε να εφαρμοστεί στην περίπτωση του K. D. Chuck.
49.      Η ανωτέρω εκτίμηση επιρρωννύεται από την ανάλυση των αρχών επί των οποίων στηρίζεται ο κανονισμός 1408/71. Σκοπός των μέτρων που προβλέπει δεν είναι η εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, αλλά αντιθέτως ο συντονισμός των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως (12). Μία θεμελιώδης αρχή αυτού του συντονισμού είναι ότι τα λοιπά κράτη μέλη πρέπει να αναγνωρίζουν τις εισφορές που καταβλήθηκαν σε άλλα εθνικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως και ότι οι εργαζόμενοι διατηρούν μέχρι της συνταξιοδοτήσεώς τους τα δικαιώματα που απέκτησαν βάσει των εισφορών αυτών. Μολονότι ο κανονισμός 1408/71 δεν περιέχει καμία διάταξη με την οποία να διατυπώνεται ρητώς αυτή η αρχή της διατηρήσεως των κεκτημένων δικαιωμάτων, τόσο η αρχή του συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως όσο και η αρχή της απαγορεύσεως των ρητρών κατοικίας είναι στην πραγματικότητα μέσα που διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή της (13).
50.      Το Δικαστήριο ανέκαθεν εφάρμοζε την αρχή αυτή με συνέπεια. Η εφαρμογή της είναι εμφανής π.χ. στην απόφαση Belbouab (14), με την οποία έκρινε, στηριζόμενο στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, ότι το γεγονός ότι ο αιτών είχε, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς του συνταξιοδοτήσεως, την ιθαγένεια τρίτης χώρας δεν αποτελούσε εμπόδιο για την εφαρμογή του κανονισμού 1408/71 στον υπολογισμό της συντάξεώς του. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό που είχε σημασία ήταν το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο απασχολήσεως και ασφαλίσεώς του, ο εργαζόμενος πληρούσε τα δύο κριτήρια του άρθρου 2 του κανονισμού 1408/71 και ειδικότερα ήταν κοινοτικός υπήκοος, πράγμα το οποίο είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανωτέρω υπόθεση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι ακολούθως απώλεσε την ιθαγένειά του και απέκτησε την ιθαγένεια τρίτης χώρας δεν ασκούσε επιρροή σε σχέση με τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του. Στον βαθμό που πληρούσε ταυτόχρονα τις δύο προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κανονισμού, είχε αποκτήσει το δικαίωμα υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του βάσει του κανονισμού (15). Το δικαίωμα αυτό δεν μπορούσε να θιγεί από τυχόν μεταγενέστερη μεταβολή της ιθαγένειάς του.
51.      Το Δικαστήριο εφάρμοσε την ίδια συλλογιστική πιο πρόσφατα στην υπόθεση Buhari Haji (16), αλλά, αυτή τη φορά, σε βάρος του αιτούντος. Κατά τον χρόνο που εργαζόταν στο Βελγικό Κονγκό και κατέβαλλε τις κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές του βάσει της βελγικής νομοθεσίας, ο αιτών είχε την ιθαγένεια του Ηνωμένου Βασιλείου (17), το οποίο δεν είχε προσχωρήσει ακόμη στην Κοινότητα. Συνεπώς, δεν πληρούσε ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις που απαιτούσαν να είναι υπήκοος κράτους μέλους της Κοινότητας και να υπάγεται σε κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα κράτους μέλους. Ως εκ τούτου, ο κανονισμός 1408/71 δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωσή του.
52.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, προκειμένου να καθοριστεί αν ένας ιδιώτης μπορεί να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του κανονισμού 1408/71 και, ειδικότερα, στους κανόνες υπολογισμού του άρθρου 48, παράγραφος 2, αρκεί να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 του κανονισμού. Η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί όπως η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών εκτιμάται μέσω ευθείας αναφοράς στις περιόδους κατά τις οποίες ο εργαζόμενος άσκησε το επάγγελμά του (18). Η αυστηρή εφαρμογή της αρχής αυτής έχει επίσης ως συνέπεια τυχόν μεταγενέστερο γεγονός, όπως είναι ο τόπος κατοικίας κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως συνταξιοδοτήσεως, να μη μπορεί να επηρεάσει το δικαίωμα του αιτούντος περί υπολογισμού του ύψους της συντάξεώς του βάσει των κανόνων υπολογισμού του κανονισμού 1408/71 και, ειδικότερα, βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού (19).
53.      Εν προκειμένω, ο K. D. Chuck είχε ανέκαθεν τη βρετανική ιθαγένεια και υπαγόταν, ως εργαζόμενος, στα κοινωνικοασφαλιστικά συστήματα των Κάτω Χωρών και της Δανίας. Έτσι, πληροί τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή των κανόνων του κανονισμού 1408/71 όσον αφορά τις εισφορές του στα κοινωνικοασφαλιστικά συστήματα των κρατών μελών της Κοινότητας.
54.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι θα ήταν αντίθετο, κατά την άποψή μου, προς τη συστηματική διάρθρωση και τον σκοπό του κανονισμού να εξαρτάται η εφαρμογή των κανόνων υπολογισμού του άρθρου του 48, παράγραφος 2, από την προϋπόθεση να κατοικεί ο αιτών στο έδαφος της Κοινότητας κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς του συνταξιοδοτήσεως.
55.      Εντούτοις, πρέπει να αντιδιαστείλω την εκτίμηση αυτή από το ζήτημα αν είναι δυνατή η καταβολή της συντάξεως, η οποία έχει υπολογιστεί βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του κανονισμού, εντός χώρας που δεν είναι μέλος της Κοινότητας. Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που κατέθεσαν το SVB και η Ολλανδική Κυβέρνηση, και προκειμένου να παράσχω μία χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, φρονώ ότι είναι αναγκαίο να προβώ στις ακόλουθες παρατηρήσεις σε σχέση με το τελευταίο αυτό ζήτημα.
56.      Μολονότι είναι αληθές ότι το άρθρο 10 του κανονισμού 1408/71 αναγνωρίζει αγώγιμη αξίωση καταβολής της συντάξεως εντός οποιουδήποτε κράτους μέλους της Κοινότητας, ο κανονισμός, και το κοινοτικό δίκαιο εν γένει, δεν περιέχουν καμία διάταξη η οποία να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να καταβάλλουν συντάξεις σε χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Τούτο σημαίνει ότι, βάσει των διατάξεων του κανονισμού, ο K. D. Chuck δεν έχει αγώγιμη αξίωση σε σχέση με την καταβολή της συντάξεώς του σε τραπεζικό λογαριασμό στις Ηνωμένες Πολιτείες (20).
57.      Συνεπώς, η καταβολή συντάξεως σε χώρα η οποία δεν αποτελεί μέλος της Κοινότητας εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους του φορέα που καλείται να καταβάλλει τη σύνταξη. Τούτο σημαίνει στην πράξη ότι η δυνατότητα καταβολής της συντάξεως σε χώρα εκτός της Κοινότητας και οι πρακτικές λεπτομέρειες μιας τέτοιας καταβολής ποικίλλουν ανάλογα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου του κράτους μέλος που πρέπει να καταβάλλει τη σύνταξη. Το εν λόγω εθνικό δίκαιο μπορεί να περιλαμβάνει διμερείς συμβάσεις περί κοινωνικής ασφαλίσεως, τις οποίες τα κράτη μέλη έχουν συνάψει κατ’ ιδίαν με πλειάδα χωρών που δεν είναι μέλη της Ενώσεως. Εν γένει, τέτοιου είδους συμβάσεις προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα καταβολής του ποσού της συντάξεως απευθείας στην εν λόγω χώρα που δεν είναι μέλος της Κοινότητας.
58.      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι Κάτω Χώρες και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συνάψει διμερή σύμβαση που ρυθμίζει τα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των περιόδων ασφαλίσεως καθώς και η αρχή της μη δυσμενούς διακρίσεως των περιόδων ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν βάσει της νομοθεσίας άλλων κρατών μελών (21), αρχές που είναι συμφυείς με τον κανονισμό 1408/71, συνεπάγονται ότι οι διατάξεις μιας τέτοιας συμβάσεως, που εφαρμόζονται στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία θεμελιώνονται σε περιόδους ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους που συνήψε τη διμερή σύμβαση με τρίτη χώρα, πρέπει να εφαρμόζονται εξίσου στα δικαιώματα που απορρέουν από περιόδους ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν βάσει της νομοθεσίας άλλων κρατών μελών (22). Έτσι, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη που διατύπωσε με τα υπομνήματά του το SVB ότι το πλεονέκτημα της εφαρμογής μιας διμερούς συμβάσεως περιορίζεται αποκλειστικά στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας.
59.      Συνεπώς, αν υπάρχει διάταξη διμερούς συμβάσεως που επιτρέπει να καταβάλλονται στις Ηνωμένες Πολιτείες συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία αποκτήθηκαν βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας, ο K. D. Chuck έχει το δικαίωμα να ζητήσει να του καταβάλλεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, βάσει των προϋποθέσεων που ορίζει η οικεία διμερής σύμβαση, σύνταξη υπολογιζόμενη σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1408/71, περιλαμβανομένου του άρθρου 48, παράγραφος 2.
60.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 48 του κανονισμού 1408/71 στον υπολογισμό της συντάξεως του K. D. Chuck δεν εξαρτάται, κατά την άποψή μου, από το αν ο αιτών κατοικεί στο έδαφος της Κοινότητας κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς του συνταξιοδοτήσεως.
VI – Πρόταση
61.      Βάσει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο προδικαστικό ερώτημα:
Στην περίπτωση κατά την οποία εργαζόμενος που κατοικεί εκτός της Κοινότητας κατά τον χρόνο συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότησή του, το άρθρο 48 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1386/2001, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2001, πρέπει να εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο ως εάν ο εν λόγω εργαζόμενος κατοικούσε στο έδαφος της Κοινότητας.
1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
2 – Νέες τροποποιήσεις επήλθαν προσφάτως, ιδίως με τον κανονισμό (ΕΚ) 647/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2005, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας και (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (ΕΕ 2005, L 177, σ. 1).
3 –      Καταργήθηκε με τον κανονισμό 647/2005.
4 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. εκδ. 05/001, σ. 138), όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997 L 28, σ. 1).
5 – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1).
6 – Κατά το άρθρο 91 του κανονισμού 883/2004, ο εν λόγω κανονισμός δεν πρέπει να εφαρμόζεται πριν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του νέου κανονισμού εφαρμογής ο οποίος δεν έχει ακόμη εκδοθεί (βλ. σχετική πρόταση της Επιτροπής COM/2006/0016 τελικό).
7 – Η διάταξη αυτή επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, το περιεχόμενο του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71.
8 – Βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 1982, 55/81, Vermaut (Συλλογή 1982, σ. 649). Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο αρμόδιος για τις συντάξεις γήρατος εθνικός φορέας υποχρεούται να συνυπολογίζει τις περιόδους ασφαλίσεως που έχουν διάρκεια μικρότερη του ενός έτους τις οποίες συμπλήρωσε ο εργαζόμενος βάσει της νομοθεσίας άλλων κρατών μελών. Οι περίοδοι αυτές προστίθενται, κατ’ ουσίαν, στις περιόδους ασφαλίσεως τις οποίες συμπλήρωσε ο εργαζόμενος στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως ενός ή περισσότερων κρατών μελών και οι οποίες θεμελιώνουν αυτοτελή συνταξιοδοτικά δικαιώματα βάσει αυτών των εθνικών νομοθεσιών.
9 – Βλ., π.χ., απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, C‑214/94, Boukhalfa (Συλλογή 1996, σ. I‑2253, σκέψη 14).
10 – Από τις πρώτες αποφάσεις που εξέδωσε συναφώς, το Δικαστήριο δεν έπαυσε να τοποθετεί σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο την πρώιμη κοινοτική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως. Βλ., π.χ., απόφαση της 19ης Μαρτίου 1964, 75/63, Unger (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1069), της 9ης Ιουνίου 1964, 92/63, Nonnenmacher (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1115) και της 5ης Ιουλίου 1967, 1/67, Ciechelski (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 531).
11 – Βλ. Πρόδρομος Μαυρίδης, «La sécurité sociale à l’épreuve de l’intégration européenne», Bruylant, 2003, σ. 500.
12 – Τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να καθορίζουν τη φύση των κοινωνικοασφαλιστικών πλεονεκτημάτων που χορηγούν καθώς και τις προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους, ενώ το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει ορισμένους κανόνες και αρχές που σκοπούν να διασφαλίσουν ότι η εφαρμογή των διαφόρων εθνικών κανόνων δεν επηρεάζει δυσμενώς τα πρόσωπα που ασκούν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της Κοινότητας.
13 – Βλ. Πρόδρομος Μαυρίδης, όπ.π., υποσημείωση 11, σ. 524.
14 – Απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 1978, 10/78, Belbouab (Συλλογή τόμος 1978, σ. 591).
15 – Βλ. απόφαση Belbouab, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 8.
16 – Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1990, C‑105/89 (Συλλογή 1990, σ. I‑4211).
17 – Ο αιτών, ο οποίος γεννήθηκε στη Νιγηρία, είχε τη βρετανική ιθαγένεια μέχρι την ανεξαρτησία της Νιγηρίας το 1960, ήτοι 13 έτη πριν την προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ημερομηνία κατά την οποία απέκτησε τη νιγηριανή ιθαγένεια. Κατοικούσε και εργαζόταν στο Βελγικό Κονγκό από το 1937 και κατέβαλλε εισφορές σε βελγικό συνταξιοδοτικό φορέα μέχρις ότου η χώρα αυτή κατέστη ανεξάρτητη την 1η Ιουλίου 1960.
18 – Βλ., ως προς το σημείο αυτό, απόφαση Belbouab (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 7).
19 – Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως Belbouab (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14) κατέστη σαφές ότι η προσέγγιση του κανονισμού 1408/71 διαφέρει από αυτήν των διεθνών συνθηκών περί κοινωνικής ασφαλίσεως στις οποίες οι προϋποθέσεις για την καταβολή κοινωνικοασφαλιστικών παροχών πρέπει να συντρέχουν κατά τον χρόνο επελεύσεως του γεγονότος που γεννά το δικαίωμα της καταβολής παροχών, ήτοι, όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, κατά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση ή κατά την ημερομηνία της αιτήσεως συνταξιοδοτήσεως (βλ. Ph. Gosseries, «Europe sociale – La libre circulation des travailleurs et les règlements CEE Nos 1408/71 et 1612/68: champ d’application matériel et personnel – règle de l’égalité de traitement», Journal de Tribunaux du travail, 1993, τεύχος 560, σ. 273-274).
20 – Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo επί της υποθέσεως Buhari Haji (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σημείο 11). Ο γενικός εισαγγελέας Mischo υποστήριξε την άποψη ότι, ακόμη κι αν ο αιτών είχε την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ενώσεως, δεν μπορούσε να επικαλεστεί το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 προκειμένου να υποχρεώσει τον αρμόδιο εθνικό συνταξιοδοτικό φορέα να του καταβάλλει τη σύνταξή του σε λογαριασμό που διέθετε σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα του Ζαΐρ ή της Νιγηρίας.
21 – Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, μολονότι οι αρμόδιοι συνταξιοδοτικοί φορείς πρέπει να αναγνωρίζουν αμοιβαία τις περιόδους ασφαλίσεως, τούτο δεν σημαίνει ότι οι περίοδοι αυτές μετατρέπονται σε εθνικές περιόδους ασφαλίσεως.
22 – Βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002, C‑55/00, Gottardo (Συλλογή 2002, σ. I‑413). Στην υπόθεση αυτή, ένα κράτος μέλος και μια τρίτη χώρα συνήψαν διμερή σύμβαση για ζητήματα κοινωνικής ασφαλίσεως βάσει της οποίας παρεχόταν η δυνατότητα στους υπηκόους αυτού του κράτους μέλους να αναγνωρίσουν περιόδους ασφαλίσεως που συμπλήρωσαν στην τρίτη χώρα προκειμένου να αποκτήσουν το δικαίωμα καταβολής παροχών γήρατος. Το Δικαστήριο έκρινε ότι κατά την εκπλήρωση των δεσμεύσεων που ανέλαβαν βάσει διεθνών συμβάσεων τα κράτη μέλη υποχρεούνται να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το κοινοτικό δίκαιο. Τούτο συνεπαγόταν, στην ανωτέρω υπόθεση, ότι ο φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως του εν λόγω κράτους μέλους έπρεπε να χορηγήσει στον υπήκοο άλλου κράτους μέλους τα ίδια πλεονεκτήματα με εκείνα των οποίων απολαύουν οι υπήκοοί του δυνάμει της διμερούς συμβάσεως περί κοινωνικής ασφαλίσεως.

Full & Egal Universal Law Academy