EUR-Lex -  62003CC0242 - EL
Karar Dilini Çevir:
EUR-Lex -  62003CC0242 - EL

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JULIANE KOKOTT
της 12ης Φεβρουαρίου 2004 (1)
Υπόθεση C-242/03
Ministre des Finances
κατά
Jean-Claude Weidert
και
Elisabeth Paulus
[αίτηση του Cour Administrative (Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Φόρος εισοδήματος – Δυνατότητα εκπτώσεως των εξόδων για την αγορά μετοχών και εταιρικών μεριδίων – Μόνο για μετοχές και εταιρικά μερίδια εταιριών εγκατεστημένων στη χώρα»






I –    Εισαγωγή
1.        Το Cour administrative de Luxembourg ρωτά αν συμβιβάζεται μια εθνική διάταξη περί φόρου εισοδήματος με τους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Κατά την επίδικη φορολογική διάταξη του άρθρου 129c του νόμου περί φόρου εισοδήματος (στο εξής: LIR) (2), οι σύζυγοι που υπόκεινται από κοινού στον φόρο εισοδήματος για το έτος 2000 μπορούσαν να εκπέσουν από το φορολογητέο εισόδημα ποσό μέχρι 120 000 φράγκα Λουξεμβούργου (LUF) για έξοδα που πραγματοποίησαν για την αγορά μετοχών και εταιρικών μεριδίων κατά την ίδρυση επιχείρησης ή την αύξηση του κεφαλαίου της. Αυτή η δυνατότητα εκπτώσεως ίσχυε όμως μόνο για την αγορά μετοχών και εταιρικών μεριδίων ημεδαπών κεφαλαιουχικών εταιριών υποκειμένων πλήρως σε φορολογία.
2.        Το ζεύγος Weidert και Paulus θεωρούν ότι το γεγονός ότι δεν μπορούν να εκπέσουν από τη φορολογία τα έξοδα για την αγορά μετοχών βελγικής επιχείρησης συνιστά παραβίαση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου υποστηρίζει τη ρύθμιση με θεωρήσεις περί συνοχής του φορολογικού συστήματος και επικαλείται συναφώς τη ρύθμιση περί φορολογίας των μερισμάτων στη συμφωνία κατά της διπλής φορολογίας μεταξύ Βελγίου και Λουξεμβούργου του 1970.
II – Ιστορικό της διαφοράς
3.        Το ζεύγος Weidert και Paulus περιέλαβαν στη δήλωση φορολογίας για το έτος 2000 για τη βάση του άρθρου 129c LIR έκπτωση των εξόδων για την αγορά νέων μετοχών της βελγικής εταιρίας Interbrew SA ποσό 267 743 LUF. Η εφορία δεν αναγνώρισε τα έξοδα αυτά στην πράξη επιβολής φορολογίας της 26ης Ιουλίου 2001.
4.        Το tribunal administratif δέχθηκε την προσφυγή του ζεύγους Weidert και Paulus και τροποποίησε την πράξη επιβολής φορολογίας κατά την έννοια ότι οι προσφεύγοντες μπορούν να εκπέσουν το ποσό των 120 000 LUF για έξοδα. Επικαλούμενο την απόφαση Verkooijen (3), έκρινε ότι η εθνική ρύθμιση συνιστά παραβίαση της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
5.        Όμως το Cour administrative στο οποίο άσκησε έφεση η εφορία κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης ανέστειλε τη δίκη με απόφαση της 3ης Ιουνίου 2003 και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, βάσει του άρθρου 234 ΕΚ:
«[…] συνάδει το άρθρο 129c του από 4 Δεκεμβρίου 1967 loi concernant l’impôt sur le revenu (νόμου περί φορολογίας εισοδήματος), όπως έχει τροποποιηθεί και ως είχε κατά το οικονομικό έτος 2000, με το οποίο χορηγείται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και εντός ορισμένων ορίων, φορολογική έκπτωση σε φορολογουμένους, φυσικά πρόσωπα, που αγοράζουν μετοχές ή εταιρικά μερίδια που αντιπροσωπεύουν εισφορές σε μετρητά, από τις εγκατεστημένες στην ημεδαπή εταιρίες που υπάγονται σε καθεστώς πλήρους φορολογήσεως, με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όπως θεσπίζεται με το άρθρο 56 [παράγραφος 1,] της Συνθήκης ΕΚ, λαμβανομένων υπόψη των περιορισμών που θέτει σε αυτή την αρχή μεταξύ άλλων το άρθρο 58 [παράγραφος 1, στοιχείο α΄,] της Συνθήκης ΕΚ;»
III – Επιχειρήματα των διαδίκων
6.        Κατά την έγγραφη διαδικασία παρατηρήσεις κατέθεσαν το ζεύγος Weidert και Paulus, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου και η Επιτροπή.
 Α –         Όσον αφορά τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων
7.        Κατά το ζεύγος Weidert και Paulus και την Επιτροπή, η επίδικη ρύθμιση παρεμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων διότι καθιστά λιγότερο συμφέρουσα την αγορά μετοχών και άλλων τίτλων αλλοδαπών εταιριών. Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες προκύπτει ότι ο σκοπός ήταν η κινητοποίηση της ιδιωτικής αποταμίευσης για την εισφορά κεφαλαίου στις επιχειρήσεις του Λουξεμβούργου. Το γεγονός ότι δημιουργήθηκαν κίνητρα μόνο για την αγορά μετοχών και εταιρικών μεριδίων σε ημεδαπές επιχειρήσεις αποτελεί αφ’ εαυτού περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (4). Καίτοι το φορολογικό κίνητρο διατυπώνεται κατά διαφορετικό τρόπο από ότι στην υπόθεση Verkooijen (5) παράγει τα ίδια αποτελέσματα.
8.        Η ρύθμιση καθιστά δυσχερέστερη τη συγκέντρωση κεφαλαίου στο Λουξεμβούργο για επιχειρήσεις που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος.
 Β –         Όσον αφορά τη δικαιολόγηση του περιορισμού
9.        Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου φρονεί ότι τη ρύθμιση δικαιολογούν λόγοι αναγόμενοι στη συνοχή του φορολογικού συστήματος δεδομένου ότι το μειονέκτημα ως προς την αγορά μετοχών και εταιρικών μεριδίων αλλοδαπών επιχειρήσεων αντισταθμίζεται με πλεονέκτημα κατά τη φορολόγηση των μερισμάτων.
10.      Η συμφωνία κατά της διπλής φορολογίας μεταξύ Βελγίου και Λουξεμβούργου προβλέπει ότι τα μερίσματα φορολογούνται κατά κανόνα στο κράτος της κατοικίας του δικαιούχου. Το κράτος εγκαταστάσεως της εταιρίας που καταβάλλει τα μερίσματα δικαιούται πάντως να κρατήσει απ’ αυτά μέχρι το 15 % του ποσού που παρακρατείται στην πηγή. Η παρακράτηση στην πηγή καταλογίζεται κατά τη φορολογία των μερισμάτων στο κράτος εγκαταστάσεως του δικαιούχου.
11.      Όταν ένας φορολογούμενος αγοράζει εταιρικά μερίδια ή μετοχές ημεδαπών εταιριών δικαιούται φορολογικής εκπτώσεως· τα μερίσματα που του καταβάλλονται πάντως υπόκεινται πλήρως σε φορολογία εισοδήματος στο Λουξεμβούργο. Κατά την αγορά μετοχών βελγικών επιχειρήσεων, αντιθέτως, ο φόρος επί των μερισμάτων στο Λουξεμβούργο μειώνεται λόγω του συμψηφισμού της παρακράτησης στη βελγική πηγή που προβλέπει συμφωνία κατά της διπλής φορολογίας. Συνεπώς, αντίθετα με την υπόθεση Verkooijen, υπάρχει άμεσος σύνδεσμος μεταξύ του πλεονεκτήματος και της επιβάρυνσης του ίδιου φορολογούμενου. Κατά την έννοια αυτή η υπόθεση μοιάζει με την υπόθεση Bachmann (6).
12.      Το ζεύγος Weidert και Paulus φρονεί αντιθέτως ότι το επιχείρημα της φορολογικής συνοχής που έγινε δεκτό κατ’ εξαίρεση με την απόφαση Bachmann είναι αλυσιτελές εν προκειμένω. Το γεγονός ότι το φορολογικό πλεονέκτημα αποκλείεται εξ ολοκλήρου για τις επενδύσεις κεφαλαίων στο Βέλγιο αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας. Στην περίπτωση επένδυσης ισόποσης με τη φορολογική μείωση, τα μερίσματα είναι πολύ μικρά και δεν αποφεύγουν τη φορολόγηση στο Βέλγιο παρά μόνο κατά 15 % δεδομένου ότι καταλογίζεται η παρακράτηση στη βελγική πηγή.
13.      Οι προαναφερθέντες αμφισβητούν ότι υπάρχει άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της φορολογίας των μερισμάτων και της φορολογικής έκπτωσης. Τα εισοδήματα που παράγει το κεφάλαιο απαλλάσσονται του φόρου στο Λουξεμβούργο μέχρι ποσού 120 000 LUF. Τα μερίσματα των ημεδαπών εταιριών φορολογήθηκαν το 2000 μόνο με συντελεστή 50 % για τα ποσά που υπερβαίνουν το προαναφερθέν όριο.
14.      Κατά την Επιτροπή δεν χωρεί δικαιολόγηση με θεωρήσεις αναγόμενες στο γενικό συμφέρον διότι πρόκειται για μέτρο που εισάγει διακρίσεις (7). Η δικαιολόγηση θα μπορούσε το πολύ πολύ να προκύψει από το άρθρο 58 ΕΚ. Ωστόσο η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει τη διαφορετική μεταχείριση των φορολογουμένων αναλόγως του αν έχουν επενδύσει τα χρήματά τους σε ημεδαπούς ή αλλοδαπούς τίτλους. Άλλωστε το μέτρο υπαγορεύθηκε μόνο από σκοπούς καθαρά οικονομικής πολιτικής, και συγκεκριμένα να τεθούν κεφάλαια στη διάθεση των ημεδαπών επιχειρήσεων, και όχι από απαιτήσεις γενικού συμφέροντος.
15.      Η φορολογική μείωση δεν συνδέεται άμεσα με τη φορολόγηση των μεριδίων όπως έκρινε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις Bachmann και Επιτροπή κατά Βελγίου. Αν συνδεόταν, η ρύθμιση θα έπρεπε να προβλέπει ευνοϊκότερη φορολογία των μερισμάτων αν η επένδυση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί φορολογικής έκπτωσης.
16.      Το Λουξεμβούργο δεν μπορεί εξάλλου να επικαλεσθεί το επιχείρημα ότι η μη χορήγηση της φορολογικής έκπτωσης αποτελεί στοιχείο συνοχής διότι τα μερίσματα, στην περίπτωση επενδύσεων στο Βέλγιο δεν υπόκεινται πλήρως σε φορολογία στο Λουξεμβούργο λόγω της εφαρμογής της συμφωνίας κατά της διπλής φορολογίας (8). Οι κανόνες της συμφωνίας στηρίζονται στην αρχή της αμοιβαιότητας και επιτρέπουν στο Λουξεμβούργο να πραγματοποιεί και αυτό παρακράτηση στην πηγή επί των μερισμάτων που καταβάλλονται σε δικαιούχους στο Βέλγιο. Η διαφορετική μεταχείριση των επενδύσεων στις βελγικές επιχειρήσεις μαρτυρεί αντιθέτως έλλειψη συνοχής.
IV – Νομική εκτίμηση
 Α –         Προκαταρκτική παρατήρηση όσον αφορά τη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος
17.       Θα παρατηρήσω προκαταρκτικώς ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 234 ΕΚ, περί του αν μια εθνική διάταξη συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο. Το Δικαστήριο ωστόσο μπορεί να συναγάγει από τη διατύπωση των ερωτημάτων που του έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα εκτιθέμενα από αυτό δεδομένα, τα στοιχεία που σχετίζονται με την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, προκειμένου να παράσχει στο δικαστήριο αυτό τη δυνατότητα επιλύσεως του νομικού προβλήματος του οποίου έχει επιληφθεί (9).
18.      Από το σκεπτικό της διάταξης περί παραπομπής συνάγεται ότι  το Cour administrative ζητά την ερμηνεία των διατάξεων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και ειδικότερα του άρθρου 56 και του άρθρου 58, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ που θα του δώσει τη δυνατότητα να κρίνει αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο η επίδικη διάταξη του εθνικού δικαίου.
 Β –         Περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων
19.      Όσον αφορά την αξιολόγηση των εθνικών διατάξεων περί αμέσων φόρων σε σχέση με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων παραπέμπω στην πάγια νομολογία ότι, «καίτοι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, ο τομέας των αμέσων φόρων δεν εμπίπτει, αυτός καθεαυτόν, στον τομέα αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, εντούτοις τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που εξακολουθούν να έχουν» (10). Ο Λουξεμβουργιανός νομοθέτης στον φορολογικό τομέα οφείλει συνεπώς να σέβεται τις θεμελιώδεις ελευθερίες και ειδικότερα τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
20.      Κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών. Η αγορά μετοχών και εταιρικών μεριδίων σε άλλο κράτος μέλος είναι πράξη που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Κάθε μέτρο που καθιστά δυσχερέστερη τη διακρατική διακίνηση κεφαλαίων ή λιγότερο συμφέρουσα και συνεπώς είναι ικανό να εμποδίσει τον επενδυτή να πραγματοποιήσει τέτοια μεταφορά συνιστά περιορισμό (11). Ο όρος περιορισμός της κυκλοφορίας των κεφαλαίων αντιστοιχεί με την έννοια του περιορισμού που ανέπτυξε το Δικαστήριο στον τομέα άλλων θεμελιωδών ελευθεριών και ειδικότερα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (12).
21.      Μια εθνική ρύθμιση όπως η διάταξη του άρθρου 129c LIR, βάσει της οποίας η αγορά μετοχών ή εταιρικών μεριδίων σε ημεδαπές επιχειρήσεις αλλά όχι σε επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών μπορεί να δικαιολογήσει μείωση της φορολογίας, καθιστά λιγότερο συμφέρουσα την επένδυση χρημάτων σε άλλο κράτος μέλος και κατ’ αυτό τον τρόπο περιορίζει την κυκλοφορία του κεφαλαίου εις βάρος των επενδυτών.
22.      Το γεγονός ότι καθίσταται δυσχερέστερη για τις επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών η εξεύρεση κεφαλαίου από ιδιώτες επενδυτές στο Λουξεμβούργο συνιστά πρόσθετο περιορισμό.
 Γ –         Δικαιολόγηση του περιορισμού
23.      Το ερώτημα που τίθεται είναι αν ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων είναι δικαιολογημένος. Ως δικαιολογητικό έρεισμα μπορεί να ληφθεί υπόψη το άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ που επιτρέπει στα κράτη μέλη «να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους» (13).
24.      Η επίδικη εθνική φορολογική διάταξη αντιμετωπίζει κατά διαφορετικό τρόπο τους φορολογούμενους που έχουν επενδύσει σε ημεδαπές επιχειρήσεις και αυτούς που έχουν αντίστοιχες επενδύσεις σε άλλο κράτος μέλος. Υπάρχει δηλαδή διαφοροποίηση αναλόγως του τόπου επενδύσεως των κεφαλαίων στην οποία τα κράτη μέλη μπορούν κατ’ αρχήν να προβούν σύμφωνα με το άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ, στο πλαίσιο του οικείου φορολογικού συστήματος.
25.      Το άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ πρέπει πάντως να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 58, παράγραφος 3, ΕΚ που ορίζει ότι τα μέτρα και οι διατάξεις που λαμβάνονται βάσει της παραγράφου 1 δεν πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα αυθαίρετη διάκριση ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
26.      Με την απόφαση Verkooijen (14) το Δικαστήριο έκρινε εξάλλου:
«Άλλωστε πρέπει να σημειωθεί ότι η κατά το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της Συνθήκης δυνατότητα των κρατών μελών να εφαρμόζουν τις σχετικές διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας τους οι οποίες διακρίνουν μεταξύ των φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους, έχει ήδη αναγνωριστεί από το Δικαστήριο. Κατά τη νομολογία του, ήδη πριν από τη θέση σε ισχύ του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της Συνθήκης, οι εθνικές φορολογικές διατάξεις όπως αυτές τις οποίες αφορά το εν λόγω άρθρο, κατά το μέτρο που θέσπιζαν ορισμένες διακρίσεις, που βασίζονταν π.χ. στον τόπο κατοικίας των φορολογουμένων, μπορούσαν να είναι συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο, εφόσον εφαρμόζονταν σε περιπτώσεις που δεν ήταν αντικειμενικώς συγκρίσιμες […] ή μπορούσαν να δικαιολογηθούν βάσει επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος, και συγκεκριμένα της συνοχής του φορολογικού συστήματος» (15).
27.      Το Δικαστήριο δηλαδή χαρακτήρισε το άρθρο 73 ΕΚ ως κωδικοποίηση της προγενέστερης νομολογίας. Η διάταξη αυτή πάντως δεν εφαρμόστηκε στην υπόθεση Verkooijen διότι τα περιστατικά της υπόθεσης ήταν προγενέστερα της θέσεως σε ισχύ της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Από το παρατιθέμενο χωρίο συνάγεται πάντως ότι στο πλαίσιο της εξέτασης του άρθρου 58 ΕΚ πρέπει να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη δικαιολογητικών λόγων που είχε προηγουμένως αναπτύξει η νομολογία (16).
28.      Συνεπώς είναι περιττό να εξεταστεί το ζήτημα που έθεσε η Επιτροπή, αν δηλαδή αποκλείεται η άμεση επίκληση επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος διότι πρόκειται για διάταξη που εισάγει διακρίσεις (17). Συγκεκριμένα, εφόσον οι επιτακτικές ανάγκες κατά την έννοια του άρθρου 58 ΕΚ πρέπει να ληφθούν υπόψη από το γράμμα της διάταξης που προκύπτει ή διότι η διαφορετική μεταχείριση αναλόγως του τόπου κατοικίας ή του τόπου επενδύσεως των κεφαλαίων μπορεί κατ’ αρχήν να δικαιολογείται.
29.      Η διαφορετική μεταχείριση των φορολογούμενων που γίνεται ρητά δεκτή στο άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και παράγραφος 3, ΕΚ συνοδεύεται κατ’ ανάγκη με διαφορετική μεταχείριση των κεφαλαιουχικών εταιριών που δέχονται κεφάλαια από άλλο κράτος μέλος και κάνουν δηλαδή χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Η μεταχείριση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί από τους ίδιους λόγους όπως και η διαφορετική μεταχείριση των φορολογουμένων ακόμη και αν το άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ, κατά γράμμα λαμβανόμενο, επιτρέπει μόνο αυτή τη διαφοροποίηση. Στο πλαίσιο της εξέτασης της αναλογικότητας πρέπει όμως να ληφθούν υπόψη ενδεχομένως εκτός των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των φορολογουμένων, τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των εταιριών για τις οποίες η εξεύρεση κεφαλαίου από άλλο κράτος μέλος καθίσταται δυσχερέστερη.
30.      Πρέπει να εξεταστεί εάν η επίδικη ρύθμιση εξυπηρετεί επιτακτικές ανάγκες γενικού συμφέροντος και ειδικότερα αν εξασφαλίζει τη συνοχή του φορολογικού συστήματος και αν είναι κατάλληλη, αναγκαία και ανάλογη υπό στενή έννοια για την επίτευξη του στόχου αυτού (18).
31.      Η δικαιολόγηση βάσει λόγων αναγομένων στη συνοχή του φορολογικού συστήματος προϋποθέτει, κατά τη νομολογία, ότι υπάρχει άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της χορήγησης φορολογικού πλεονεκτήματος και του συμψηφισμού του πλεονεκτήματος αυτού με φορολογική επιβάρυνση (19).
32.      Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου επικαλείται τον ακόλουθο σύνδεσμο: η ελάφρυνση κατά την αγορά μετοχών ημεδαπών επιχειρήσεων αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι τα μερίσματα που καταβάλλονται αργότερα για τις μετοχές αυτές υπόκεινται πλήρως στον φόρο εισοδήματος στο Λουξεμβούργο. Αυτό δεν συμβαίνει με τις μετοχές βελγικής επιχείρησης δεδομένου ότι το Βέλγιο παρακρατεί στην πηγή το 15 % και η παρακράτηση αυτή στην πηγή συμψηφίζεται κατά τη φορολογία στο Λουξεμβούργο, σύμφωνα με τη συμφωνία κατά της διπλής φορολογίας μεταξύ Βελγίου και Λουξεμβούργου, οπότε δεν υπάρχει πλέον πλήρης φορολόγηση των μερισμάτων στο Λουξεμβούργο.
33.      Το γεγονός αυτό που επικαλείται η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου δεν αποτελεί πάντως άμεσο σύνδεσμο κατά την έννοια της νομολογίας που δικαιολογεί τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
34.      Πράγματι ενδέχεται τα μερίσματα που καταβάλλονται στο Βέλγιο να μη φορολογούνται στο Λουξεμβούργο εφόσον έχει ήδη γίνει στο Βέλγιο παρακράτηση στην πηγή η οποία και συμψηφίζεται κατά τη φορολογία του εισοδήματος στο Λουξεμβούργο. Αυτό πάντως δεν αποτελεί πλεονέκτημα για τον φορολογούμενο που μπορεί να αντισταθμιστεί από το γεγονός ότι δεν μπορεί να λάβει φορολογική μείωση για την αγορά μετοχών βελγικών επιχειρήσεων. Ο φόρος που βαρύνει τα μερίσματα αλλοδαπών εταιριών δεν είναι στο σύνολο μικρότερος από τον φόρο ημεδαπού εισοδήματος επί κεφαλαίου. Αντιθέτως τα φορολογικά έσοδα μοιράζονται μεταξύ δύο κρατών.
35.      Το επιχείρημα της Κυβέρνησης του Λουξεμβούργου είναι δηλαδή στην ουσία ότι τα φορολογικά έσοδα που πραγματοποιεί αργότερα το Λουξεμβούργο κατά τη φορολογία των μερισμάτων είναι μικρότερα στην περίπτωση που ο φορολογούμενος αγοράζει μετοχές επιχειρήσεως που εδρεύει στο Βέλγιο. Η απώλεια φορολογικών εσόδων δεν μπορεί πάντως να προβληθεί για να δικαιολογήσει μέτρο που αντιβαίνει σε θεμελιώδη ελευθερία (20).
36.      Αντιθέτως ορθό είναι το επιχείρημα του ζεύγους Weidert και Paulus, ότι δηλαδή τα εισοδήματα εκ κεφαλαίου στο Λουξεμβούργο απαλλάσσονταν κατά την επίδικη περίοδο του φόρου μέχρι ποσού 120 000 LUF και φορολογούντο πέραν του ποσού αυτού με συντελεστή 50 %, έτσι ώστε ένας μεγάλος αριθμός ιδιωτών επενδυτών δεν κατέβαλαν φόρο για μερίσματα και παρ’ όλ’ αυτά επωφελήθηκαν της φορολογικής απαλλαγής.
37.      Ο άμεσος σύνδεσμος μεταξύ του φορολογικού πλεονεκτήματος κατά την αγορά μετοχών και εταιρικών μεριδίων και τη φορολόγηση των μερισμάτων αποκλείεται και για άλλο λόγο διότι δεν είναι βέβαιο σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ότι θα καταβληθεί καν μέρισμα. Ακόμη και αν καταβληθεί μέρισμα δεν υπάρχει ποσοτικός σύνδεσμος μεταξύ του φόρου εισοδήματος που θα καταβληθεί ενδεχομένως για τα μερίσματα και του πλεονεκτήματος που συνιστά η χορήγηση της φορολογικής έκπτωσης για την αγορά μετοχών ή εταιρικών μεριδίων.
38.      Τέλος δεν μπορεί να προβληθεί ως δικαιολόγηση του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων ο σκοπός του νόμου που είναι να δώσει κίνητρο για επενδύσεις στο ιδιωτικό κεφάλαιο σε ημεδαπές επιχειρήσεις δεδομένου ότι πρόκειται για αιτιολογία καθαρά οικονομική (21).
V –    Πρόταση
39.      Κατόπιν των προεκτεθέντων προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα:
1.      Η νομοθετική διάταξη κράτους μέλους βάσει της οποίας οι φορολογούμενοι, φυσικά πρόσωπα, μπορούν να επικαλεστούν τα έξοδα για την αγορά μετοχή ή εταιρικών μεριδίων ημεδαπών κεφαλαιουχικών εταιριών και αν επιτύχουν φορολογική μείωση, αλλά όχι τα έξοδα αντίστοιχης επένδυσης σε εταιρίες που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος και να τύχουν μειωμένης φορολογίας, προσκρούει στο άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ.
2.      Μια τέτοια ρύθμιση δεν δικαιολογείται βάσει του άρθρου 58, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και παράγραφος 3, ΕΚ για λόγους συνοχής του φορολογικού συστήματος όταν δεν υπάρχει άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της χορήγησης του φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντιστάθμισης του πλεονεκτήματος αυτού με φορολογική επιβάρυνση
1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.
2  – Νόμος περί φόρου εισοδήματος της 4ης Δεκεμβρίου 1967 (Mém. A 1967, σ. 1228) όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 22ας Δεκεμβρίου 1993 για την ανάκαμψη των επενδύσεων προς το συμφέρον της οικονομικής ανάπτυξης (Mém. A. 1993, σ. 2020). Με τον νόμο της 21ης Δεκεμβρίου 2001 για την τροποποίηση ορισμένων διατάξεων περί αμέσων και εμμέσων φόρων (Mém. A. 2001, σ. 3312) προβλέπεται προοδευτική μείωση του αφορολόγητου ορίου μέχρι πλήρους καταργήσεως το 2005.
3  – Απόφαση της 6ης Ιουνίου 2000, C-35/98, Verkooijen (Συλλογή 2000, σ. I-4071).
4  – Το ζεύγος Weidert και Paulus επικαλούνται συναφώς την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1982 στην υπόθεση 249/81, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, αποκαλούμενη «Buy Irish» (Συλλογή 1982, σ. 4005).
5  – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3.
6  – Απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1992, C-204/90, Bachmann (Συλλογή 1992, σ. I-249). Βλ. επίσης την απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1992, C-300/90, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1992, σ. I-305).
7  – Η Επιτροπή παραπέμπει στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα La Pergola της 24ης Ιουλίου 1999 στην υπόθεση C-35/98, Verkooijen (Συλλογή 2000, σ. Ι-4073, σημείο 18).
8  – Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς στην απόφαση της 11ης Αυγούστου 1995 στην υπόθεση C-80/94, Wielockx (Συλλογή 1995, σ. I-2493, σκέψεις 24 και 25).
9  – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 1994 στις υποθέσεις C-332/92, C-333/92 και C-335/92, Eurico Italia κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I-711, σκέψη 19) και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003 στην υπόθεση C-224/01, Köbler (Συλλογή 2003, σ. Ι-10239, σκέψη 60).
10  – Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C-279/93, Schumacker (Συλλογή 1995, σ. I-225, σκέψη 21)· βλ. επίσης την απόφαση Verkooijen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 32) και την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2003 στην υπόθεση C-364/01, Barbier (Συλλογή 2003, σ. Ι-15013, σκέψη 56).
11  – Βλ. κατ’ αυτή την έννοια απόφαση της 16ης Μαρτίου 1999, C-222/97, Trummer και Mayer (Συλλογή 1999, σ. I-1661, σκέψη 26).
12  – Βλ. τις βασικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74, Dassonville (Συλλογή τόμος 1974, σ. 441, σκέψη 5), της 25ης Ιουλίου 1991, C-76/90, Säger (Συλλογή 1991, σ. I-4221, σκέψη 12) και της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94, Gebhard (Συλλογή 1995, σ. I-4165, σκέψη 37).
13  – Κατά τη δήλωση αριθ. 7 στο πλαίσιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ η διάταξη αυτή επρόκειτο να εφαρμοστεί μόνο στις εθνικές φορολογικές ρυθμίσεις που υπήρχαν το 1993. Το άρθρο 129c LIR προστέθηκε με τον νόμο της 22ας Δεκεμβρίου 1993 (όπ.π. υποσημείωση 2) που τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 1993. Πρόκειται δηλαδή για φορολογική ρύθμιση που υπήρχε στο τέλος του 1993. Το άρθρο 129c LIR επαναλαμβάνει εξάλλου μια διάταξη που υπήρχε ήδη το 1984 σε μεγάλο βαθμό με την ίδια δομή (νόμος της 27ης Απριλίου 1984 για τη διευκόλυνση των παραγωγικών επενδύσεων των επιχειρήσεων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας με την προαγωγή της αποταμίευσης, Mém. A 1984, σ. 611, νόμος «Rau»).
14  – Απόφαση Verkooijen (όπ.π. υποσημείωση 3, σκέψη 43).
15  – Στο σημείο αυτό το Δικαστήριο παραπέμπει στις αποφάσεις Bachmann (όπ.π. υποσημείωση 6) και Επιτροπή κατά Βελγίου (όπ.π. υποσημείωση 6).
16  – Βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tizzano της 29ης Φεβρουαρίου 2002 στην υπόθεση C-516/99, Schmid (απόφαση της 30ής Μαΐου 2002, Συλλογή 2002, σ. I-4573, I-4575, σκέψη 44).
17  – Βλ. συναφώς τις κριτικές παρατηρήσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs στις προτάσεις της 21ης Μαρτίου 2002 στην υπόθεση C-136/00, Danner (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2002, Συλλογή 2002, σ. I-8147, σ. I-8150, σκέψεις 40 και 41) καθώς και την ανάλυση της γενικής εισαγγελέα Stix-Hackl στις προτάσεις της 10ης Απριλίου 2003 στην υπόθεση C-42/02, Lindman (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, Συλλογή 2003, σ. Ι-13519, Ι-13521, σημεία 67 επ.).
18  – Βλ., σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας για τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 58, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ , ΕΚ: αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C-478/98, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2000, σ. I-7587, σκέψη 41) και της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-163/94, C-165/94 και C-250/94, Sanz de Lera κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-4821, σκέψη 23).
19  – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 1995, C-484/93, Svensson και Gustavsson (Συλλογή 1995, σ. I-3955, σκέψη 18), της 16ης Ιουλίου 1998, C-264/96, Imperial Chemical Industries (Συλλογή 1998, σ. I-4695, σκέψη 29), Verkooijen (όπ.π. υποσημείωση 3, σκέψη 57) και της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Bosal Holding (Συλλογή 2003, σ. Ι-9409, σκέψεις 29 και 30).
20  – Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-385/00, de Groot (Συλλογή 2002, σ. I-11819, σκέψη 103) καθώς και αποφάσεις Verkooijen (όπ.π. υποσημείωση 3, σκέψη 59) και ICI (όπ.π. υποσημείωση 19, σκέψη 28).
21  – Βλ. συναφώς απόφαση Verkooijen (όπ.π. υποσημείωση 3, σκέψη 48). Θα παρατηρήσω απλώς εν παρόδω ότι η ρύθμιση του Λουξεμβούργου θα μπορούσε επίσης να συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ των ημεδαπών κεφαλαιουχικών εταιριών η οποία, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ δεν μπορεί να εφαρμοστεί όσο δεν έχει εγκριθεί από την Επιτροπή. Βλ. σχετικά με ρύθμιση που χαρακτηρίζεται κατά τον ίδιο τρόπο ως κρατική ενίσχυση και η οποία χορηγεί φορολογικό πλεονέκτημα για ορισμένες επενδύσεις σε ημεδαπά κεφάλαια την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-6857).

Full & Egal Universal Law Academy