EUR-Lex -  61989CC0196 - EL
Karar Dilini Çevir:
EUR-Lex -  61989CC0196 - EL

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ
WALTER VAN GERVEN
της 5ης Ιουλίου 1990 ( *1 )
Κύριε Πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,

1. 
Στις δύο υποβληθείσες υποθέσεις ζητείται από το Δικαστήριο να επιβεβαιώσει την πάγια νομολογία του σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και τις εθνικές διατάξεις στον τομέα της συνθέσεως των προϊόντων.
Η υπόθεση C-210/89 έχει ως αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης και με την οποία ζητείται να καταδικασθεί η Ιταλική Δημοκρατία επειδή εξαρτά την εισαγωγή τυριών από άλλα κράτη μέλη από την τήρηση των διατάξεων του νόμου 396, της 2ας Φεβρουαρίου 1939, ειδικότερα δε από τις διατάξεις του άρθρου 1 αυτού του νόμου που απαγορεύουν την παραγωγή καθώς και την πώληση τυριών των οποίων η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες είναι κατώτερη από τα ποσοστά που ορίζονται με τους εθνικούς κανόνες. Κατά την Επιτροπή, η Ιταλική Δημοκρατία, ενεργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και από το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ) 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( 1 )
Στην υπόθεση C-196/89, η Pretura di Milano, η οποία επελήφθη μίας συγκεκριμένης παραβάσεως των προαναφερθεισών ιταλικών διατάξεων, υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ως προς το αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο η εφαρμογή των διατάξεων αυτών στα τυροκομικά προϊόντα που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη. Το προδικαστικό ερώτημα έχει την ακόλουθη διατύπωση:
« Πρέπει τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης της Ρώμης να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν συμβιβάζεται πλέον προς αυτά και, επομένως, δεν είναι νόμιμη η ιταλική νομοθεσία για τα τυριά η οποία δεν προστατεύει τη χαρακτηριστική παραγωγή ή την παραγωγή που φέρει ονομασία προελεύσεως, καθόσον καθορίζει ελάχιστο κατώτατο όριο, έστω και υψηλό, της περιεκτικότητας σε λιπαρές ουσίες, σε σχέση με την ξηρά ουσία, για τα συνήθη τυριά, εφόσον είναι δεδομένο ότι η ειδική αυτή κανονιστική ρύθμιση συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη ενδοκοινοτική κυκλοφορία του εν λόγω προϊόντος, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας ούτε από τις επιτακτικές ανάγκες της προστασίας των καταναλωτών ή της ευθύτητας των εμπορικών συναλλαγών; »

2. 
Κατά την Επιτροπή, όπως και κατά τους Crippa και Nespoli — κατηγορούμενοι στη διαδικασία της κύριας δίκης στην υπόθεση C-196/89 — και κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, η οποία παρενέβη στην παρούσα υπόθεση, από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα. Θα υπενθυμίσω πιο κάτω με συντομία την πάγια αυτή νομολογία προκειμένου να συναγάγω το συμπέρασμα ότι περιέχει πράγματι την απάντηση στο υποβληθέν νομικό ερώτημα.
Κατ' αυτόν τον τρόπο θα δοθεί ήδη εμμέσως απάντηση στο μοναδικό επιχείρημα που προβάλλει η Ιταλική Κυβέρνηση στο πλαίσιο των δύο υποθέσεων, δηλαδή ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μεγάλη σύγχυση στον καταναλωτή, αν η ήδη εφαρμοζόμενη ιταλική πρακτική εγκαταλειφθεί. Αφού εξετάσω την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, θα επανέλθω ευθέως στο επιχείρημα αυτό με συντομία.
Θα αναφερθώ επίσης πολύ σύντομα στις παρατηρήσεις που κατέθεσε η Associazione italiana lattiero-casearia στην υπόθεση C-196/89. Οι παρατηρήσεις αυτές αφορούν την περίπτωση de facto αντίστροφης δυσμενούς διακρίσεως που θα προέκυπτε αν, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, περιορισμοί στην παρασκευή ή την εμπορία προϊόντων που δεν δικαιολογούνται από επιτακτικές απαιτήσεις ισχύουν μόνο έναντι εγχωρίων παραγωγών. Όπως θα καταδείξω στη συνέχεια, θεωρώ ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.
Η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου

3.
Η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου στηρίζεται στη δυνατότητα που έχουν τα κράτη μέλη να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με την παρασκευή και την εμπορία προϊόντων (τυριών) στο έδαφός τους, όταν δεν υφίσταται κανένας κοινοτικός κανόνας εν προκειμένω ( 2 ). « Ωστόσο, οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν να δημιουργούν διάκριση σε βάρος των εισαγομένων προϊόντων, ούτε να παρεμποδίζουν την εισαγωγή προϊόντων από άλλα κράτη μέλη » ( 3 ).
Στην απόφαση Kelderman ( 4 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι:
« Η επέκταση, στα εισαγόμενα προϊόντα της υποχρεώσεως να περιέχουν ορισμένη ποσότητα ξηράς ουσίας είναι δυνατό να αποκλείσει από την εμπορία, στο οικείο κράτος, άρτο προελεύσεως άλλων κρατών μελών. Είναι δυνατό να απαιτήσει διαφορετική παρασκευή, ανάλογα με τον προορισμό του άρτου, και επομένως να παρεμποδίσει την κυκλοφορία του άρτου, όπως παράγεται νομίμως στο κράτος μέλος καταγωγής, αν στο κράτος αυτό δεν επιβάλλονται τα ίδια κριτήρια παρασκευής. »
Η σκέψη αυτή ισχύει πλήρως και για την υπό κρίση υπόθεση: αρκεί να αντικατασταθούν οι λέξεις « ξηρά ουσία » με τις λέξεις « λιπαρές ουσίες » και η λέξη « άρτος » από τη λέξη « τυρί ».
Η απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση Kelderman αφορούσε μία απόλυτη απαγόρευση εμπορίας, συνεπεία της οποίας τα προϊόντα που δεν παρασκευάζονταν σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις ως προς τη σύνθεση δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να πωληθούν στο οικείο κράτος μέλος. Κατά την ερμηνεία που δίνει η Ιταλία στη δική της νομοθεσία, απαντώντας ιδίως σε μία γραπτή ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο, η εν λόγω νομοθεσία συνεπάγεται απλώς σχετική απαγόρευση εμπορίας. Η απαγόρευση αυτή έχει ως συνέπεια ότι προϊόντα που δεν παρασκευάζονται σύμφωνα με την ιταλική διάταξη σχετικά με τη σύνθεση του τυριού, παραδείγματος χάρη επειδή δεν περιέχουν σε επαρκή βαθμό λιπαρές ουσίες, δεν μπορούν να πωλούνται με γενικές ονομασίες, όπως, εν προκειμένω, « τυρί » ( « formaggio» ) ή « τυροκομικό προϊόν » ( « prodotto caseario » ) ( 5 ).
Εν πάση περιπτώσει — η ερμηνεία που προτείνει η Ιταλική Κυβέρνηση δεν μου φαίνεται να είναι η μόνη δυνατή βάσει του γράμματος του άρθρου 1 του νόμου 396 — ακόμη και μία σχετική απαγόρευση εμπορίας δεν μπορεί να εφαρμόζεται σε εισαγόμενα προϊόντα από άλλα κράτη μέλη, στα οποία αυτά μπορούν να φέρουν τις ίδιες ονομασίες ή αντίστοιχες ονομασίες. Πρόσφατα ήδη, το Δικαστήριο αιτιολόγησε σαφώς και λεπτομερώς την άποψη αυτή στις σκέψεις 6 και 24 έως 37 της αποφάσεως που εξέδωσε σχετικά με τη γερμανική μπίρα ( 6 ).

4.
Πράγματι, τέτοιου είδους εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται αδιακρίτως στην εγχώρια παραγωγή και την εισαγωγή εμπορευμάτων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη δεν μπορούν να συνάδουν προς τη Συνθήκη παρά μόνον αν, χάριν της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, καθίστανται αναγκαίες λόγω επιτακτικών απαιτήσεων, όπως η προστασία της δημόσιας υγείας ή η προστασία των καταναλωτών και η ευθύτητα των εμπορικών συναλλαγών (που συνδέεται στενά με αυτήν ) ( 7 ).
Εν προκειμένω, η Ιταλική Κυβέρνηση δεν επικαλείται την προστασία της δημόσιας υγείας, πράγμα που είναι κατανοητό ενόψει των στοιχείων σχετικά με την υγεία που προέρχονται τόσο από τις ιταλικές δημόσιες αρχές ( 8 ) όσο και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ( 9 ) από τα οποία προκύπτει, ως βασική ιδέα, ότι ο πληθυσμός των περισσοτέρων των κρατών μελών της Κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας, καταναλίσκει σε υπερβολικό βαθμό λιπαρές ουσίες.

5.
Η Ιταλική Κυβέρνηση επικαλείται την επιτακτική ανάγκη της προστασίας των καταναλωτών ή της ευθύτητας των εμπορικών συναλλαγών που συνδέεται στενά με αυτήν.
Στη νομολογία του Δικαστηρίου έχει γίνει σαφώς δεκτό ότι δεν είναι δυνατό να προτείνεται ως λιγότερο περιοριστική λύση για την προστασία του καταναλωτή ( ή της ευθύτητας των εμπορικών συναλλαγών) ένα μέτρο το οποίο συνεπάγεται, πράγματι, πλήρη απαγόρευση των πωλήσεων των προϊόντων που παρασκευάζονται σε άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με τις προδιαγραφές παραγωγής που ισχύουν σ' αυτά τα κράτη μέλη, όπως επίσης ούτε και μέτρα που απαγορεύουν την απαγόρευση γενικών ονομασιών, όπως, εν προκειμένω, η ονομασία « τυρί » ( « formaggio » ) « τυροκομικό προϊόν » ( « prodotto caseario » ) και οι οποίες, επομένως, επιβάλλουν τη χρησιμοποίηση λιγότερο ελκυστικών περιγραφών ή φανταστικών ονομασιών. Αναφέρθηκα ήδη, ως παράδειγμα σχετικής απαγορεύσεως εμπορίας, στην απόφαση της 12ης Μαρτίου 1987 επί της υποθέσεως της γερμανικής μπίρας. Στην απόφαση αυτή επίσης δεν έγινε δεκτό το επιχείρημα που επικαλέστηκε η Ιταλική Κυβέρνηση σε ένα έγγραφο της Μόνιμης Αντιπροσωπείας, κατά το οποίο μία γενική ονομασία όπως η ονομασία « τυρί » μπορεί να προβλέπεται για το προϊόν το οποίο, υπό την επίδραση των εθνικών προδιαγραφών παραγωγής, ο καταναλωτής το θεωρεί ως τέτοιο. Η σκέψη 32 της αποφάσεως έχει ως εξής:
« Πρώτον, οι παραστάσεις των καταναλωτών που ποικίλλουν ενδεχομένως από το ένα κράτος μέλος στο άλλο μπορούν επίσης να μεταβληθούν με την πάροδο του χρόνου σε ένα και το αυτό κράτος μέλος. Η ίδρυση της κοινής αγοράς είναι άλλωστε ένας από τους κύριους παράγοντες που μπορούν να συμβάλουν σ' αυτή την εξέλιξη. Ένα σύστημα προστασίας των καταναλωτών από την εξαπάτηση επιτρέπει να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη αυτή, ενώ μία ρύθμιση όπως του άρθρου 10 του Biersteuergesetz την εμποδίζει. Όπως έκρινε ήδη το Δικαστήριο σε άλλο πλαίσιο (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1980, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 170/78, Sig. 1980, σ. 417), οι νομοθεσίες των κρατών μελών δεν πρέπει “να ευνοούν την αποκρυστάλλωση συγκεκριμένων καταναλωτικών συνηθειών και τη σταθεροποίηση των πλεονεκτημάτων που έχουν αποκτήσει οι εθνικές βιομηχανίες οι οποίες ασχολούνται με την ικανοποίηση τους ”. »

6.
Στη νομολογία του το Δικαστήριο τόνισε ως λιγότερο περιοριστική εναλλακτική λύση από την απαγόρευση πωλήσεων ή την απαγόρευση χρησιμοποιήσεως γενικών ονομασιών, τη δυνατότητα πληροφορήσεως του καταναλωτή μέσω κατάλληλης επισημάνσεως ως προς τη σύνθεση και τα χαρακτηριστικά του οικείου προϊόντος. Παρέκκλιση από αυτή την πάγια νομολογία μέσω της αντιρρήσεως, που περιέχεται σε ένα έγγραφο της 18ης Απριλίου 1988 που απέστειλε στην Επιτροπή η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ιταλίας και κατά το οποίο το να δίνεται εμπιστοσύνη στην επισήμανση ισοδυναμεί με « εναρμόνιση στο χαμηλότερο ποιοτικό επίπεδο » ( υπονοώντας με αυτό τη δυνατότητα που θα υφίστατο τότε να προτιμούνται τυριά με ασθενή περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες) ισοδυναμεί με παραγνώριση της ικανότητας των καταναλωτών να σταθμίσουν την τιμή και την ποιότητα των προϊόντων. Σχετικά με αυτό, και ενόψει ιδίως των λόγων που αφορούν την υγεία και προαναφέρθηκαν πιο πάνω, δεν θα εκφέρω γνώμη ως προς το ζήτημα αν, έχοντας ως παράδειγμα την υπόθεση C-196/89, τυρί τύπου « emmenthal » με περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες 30 % είναι κατ' ανάγκη κατώτερης ποιότητας από τυρί του ίδιου τύπου με περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες, παραδείγματος χάρη, 45 ο/ο.
« Σύγχυση του καταναλωτή » και « αντίστροφη διάκριση »;

7.
Το μόνο επιχείρημα που προβάλλει η Ιταλική Κυβέρνηση με τα υπομνήματα που κατέθεσε στο Δικαστήριο συνίσταται στον ισχυρισμό ότι θα δημιουργηθεί στον καταναλωτή σοβαρή σύγχυση αν, συνεπεία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, βρεθεί αντιμέτωπος με τυρί του τύπου « emmenthal » με περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες κατώτερη, παραδείγματος χάρη, του 45%, ενώ το τυρί του ίδιου τύπου που παράγεται και πωλείται στην Ιταλία περιέχει τουλάχιστον 45 % λιπαρές ουσίες.
Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Είναι δύσκολο να θεωρηθεί ότι είναι αναγκαίο, για την προστασία του καταναλωτή, να επιβληθεί, ως λιγότερο περιοριστικό και απολύτως απαραίτητο μέτρο, απαγόρευση εισαγωγής ή απαγόρευση ονομασίας, όσον αφορά τυριά ορισμένου τύπου, που νομίμως παράγονται σε άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας. Σε μία σύγχρονη κοινωνία καλώς πληροφορημένων πολιτών η επισήμανση, που σημαίνει περισσότερη ή καλύτερη πληροφόρηση, αποτελεί αποτελεσματική και λιγότερο περιοριστική εναλλακτική λύση.

8.
Κατά την Associazione italiana lattiero-casearia, οι διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, σε συνδυασμό με την ύπαρξη εθνικών διατάξεων που εξαρτούν από την τήρηση αυστηρών κανόνων την παραγωγή ή τη χρησιμοποίηση ονομασιών, όπως, παραδείγματος χάρη, η ονομασία « τυρί », έχουν ως συνέπεια τη δυσμενή μεταχείριση των εγχώριων παραγωγών έναντι των ανταγωνιστικών προσόντων από τα άλλα κράτη μέλη. Η ένωση φθάνει μέχρι του να ισχυριστεί ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση αντιβαίνει προς το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης.
Και η άποψη αυτή μου φαίνεται ότι δεν συμβιβάζεται με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Το ότι η παραγωγή του ίδιου εμπορεύματος, παραδείγματος χάρη του τυριού, μπορεί να εξαρτάται στα διάφορα κράτη μέλη από την τήρηση διαφορετικών κανόνων παραγωγής αποτελεί την άμεση συνέπεια της ελλείψεως κοινοτικών διατάξεων εναρμονίσεως ή και άλλων διατάξεων και της ελευθερίας που αφήνεται, κατά συνέπεια, στα κράτη μέλη να ρυθμίζουν αυτά τα ίδια τις δραστηριότητες που ασκούνται στο έδαφός τους.
Αυτό συνεπάγεται αναμφισβήτητα διαφορετικές καταστάσεις στις οποίες οι εγχώριοι παραγωγοί μπορεί να βρεθούν σε λιγότερο ευνοϊκή θέση ενόψει της νομολογίας του Δικαστηρίου κατά την οποία επιτρέπονται καταρχήν ( δηλαδή πλην της περιπτώσεως επιτακτικών απαιτήσεων) στο έδαφος κράτους μέλους προϊόντα που νομίμως παρασκευάζονται σε άλλα κράτη μέλη. Αυτό πάντως δεν αντιβαίνει προς το πνεύμα αλλά ούτε και προς το γράμμα της Συνθήκης ΕΟΚ που, αντιθέτως, συνηγορούν υπέρ της καταργήσεως ή της αμβλύνσεως από την αρμόδια εθνική αρχή, υπό την πίεση των εγχωρίων παραγωγών, των αυστηρότερων εθνικών προδιαγραφών που δεν είναι απολύτως αναγκαίες (και που ενέχουν συχνά μία προστατευτική τάση ).
Συμπέρασμα

9.
Ενόψει των προηγουμένων σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο, στην υπόθεση C-210/89, να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία για το ότι εφαρμόζει σε εμπορεύματα εισαγόμενα από άλλα κράτη μέλη κανόνες που περιέχουν απόλυτη απαγόρευση πωλήσεως ή απαγόρευση πωλήσεως με την ονομασία « τυρί », παρόλο που τα εμπορεύματα αυτά παρασκευάζονται νομίμως σε ένα κράτος μέλος παραγωγής σύμφωνα με τους κανόνες παραγωγής που ισχύουν σ' αυτό το κράτος μέλος και μπορούν να ονομάζονται σ' αυτό « τυριά ». Κατά συνέπεια, προτείνω επίσης να καταδικαστεί η Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα της υποθέσεως C-210/89.

10.
Στην υπόθεση C-196/89, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο υποβληθέν ερώτημα ως εξής:
« Το άρθρο 30 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει μία εθνική ρύθμιση που εξαρτά τη χρησιμοποίηση των ονομασιών «τυρί» ή “τυροκομικό προϊόν ” από την τήρηση ελάχιστης περιεκτικότητας σε λιπαρές ουσίες να εφαρμόζεται επίσης και στα εισαγόμενα προϊόντα από άλλο κράτος μέλος, τα οποία νομίμως παρασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο εντός αυτού του κράτους μέλους ως “ τυριά ” και ως προς τα οποία διασφαλίζεται η κατάλληλη πληροφόρηση των καταναλωτών. »
( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ολλανδική.
( 1 ) ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82.
( 2 ) Απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1984, Jongeneel Kaas, σκέψη 13 (237/82, Συλλογή 1984, σ. 483)
( 3 ) Στο ίδιο.
( 4 ) Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Φεβρουαρίου 1981, σκέψη 7 (130/80, Συλλογή 1981, σ. 527)
( 5 ) Το γεγονός ότι πρόκειται, εδώ, για την πλέον γενική ονομασία που υφίστατει για τα τυροκομικά προϊόντα, δηλαδή των ονομασία « τυρί », διαρκίνει την απόφαση αυτή από άλλες καταστάσεις στις οποίες η χρησιμοποιούμενη ονομασία προϋποθέτει κατ' ανάγκη την ύπαρξη ενός συστατικού ή ενός τρόπου παραγωγής που να είναι χαρακτηριστική για το προσφερόμενο προϊόν το οποίο αποκλίνει σημαντικά από αυτά τα χαρακτηριστικά. Εν προκειμένω, κατά την επ'ακροατηρίου συζήτηση ο εκπρόσωπος της Associazione italiana lattiero-casearia αναφέρθηκε στην απάντηση της Επιτροπής σε μία κοινοβουλευτική ερώτηση σχετικά με το τυρί που παρασκευάζεται από γάλα αγελάδας και το οποίο δεν μπορεί να διατεθεί στο εμπόριο στην Ελλάδα με την ονομασία «φέτα» (απάντηση στη γραπτή ερώτηση 2302/87 του Pol Mark, 90/C 9/03, EE 1990, C 9, σσ. 2 και 3). Από την απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Deserbais (286/86, Συλλογή 1988, σ. 4907), συνάγεται ότι εδώ δεν πρόκειται για την περίπτωση αυτή — ως προς την οποία δεν χρειάζεται να εκφέρω γνώμη. Στην τελευταία αυτή απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένας πολύ παραπλήσιος περιορισμός που αφορούσε τη χρησιμοποίηση μιας πολύ λιγότερο γενικής ονομασίας από ό,τι η ονομασία «τυρί», δηλαδή ή ονομασία « edam », ήταν αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 30 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ.
( 6 ) Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Μαρτίου 1987, Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (178/84, Συλλογή 1987, σ. 1227)
( 7 ) Απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, Cassis de Dijon, σκέψη 8 (120/78, Jurispr. 1979, σ. 649). Οι δύο προαναφερθείσες απαιτήσεις στο τέλος αυτού του κειμένου συνενώνονται μερικές φορές σε μία και την αυτή απαίτηση: 6λέπε τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mayras στην υπόθεση Fietje (27/80, Jurispr. 1980, σ. 3839), ο οποίος, στη σελίδα 3861, χρησιμοποιεί την έκφραση « προστασία των καταναλωτών από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ».
( 8 ) Όσον αφορά την ιταλική δημόσια εξουσία, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, χάριν παραδείγματος, σε μία ενημερωτική εκστρατεία σχετικά με τη δημόσιο υγεία, που διενήργησε το 1986 το Istituto nazionale della nutrizione, και κατά την οποία η μείωση της καταναλώσεως λιπαρών ουσιών αποτελούσε μία από τις κυριότερες συμβουλές.
( 9 ) Βλέπε το πρόγραμμα « Η Ευρώπη κατά του καρκίνου » που υπέβαλε η Επιτροπή στο Συμβούλιο στις 17 Δεκεμβρίου 1986 [COM(86) 717 τελικό, ΕΕ 1987, C 50, σ. 1], στο τμήμα που επιγράφεται « Βελτίωση της διατροφής », το σημείο « Διατροφή και καρκίκος » (σ. 19) και, υπό τον τίτλο «Επεξεργασία κατευθυντήριων γραμμών στον τομέα της διατροφής και της προλήψεως του καρκίνου », τη « Δράση 16 » (σ. 21), καθώς και τον «Ευρωπαϊκό κώδικα προληψέως του καρκίνου» (σ. 35). Τα κείμενα αυτά αναφέρονται κάθε φορά στον παράγοντα του κινδύνου που συνεπάγεται μια υπερβολικά πλούσια σε λιπαρές ουσίες διατροφή. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο και οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών συνελθόντων στα πλαίσια του Συμβουλίου υιοθέτησαν, με απόφαση της 21ης Ιουνίου 1988 (88/351/ΕΟΚ, ΕΕ L 160, σ. 52), ένα προγραμμα δράσεως για το 1988/1989. Ένα πρόγραμμα δράσεως για το 1990/1994 υιοθετήθηκ με την απόφαση της 17ης Μαΐου 1990 (90/238/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΕ 1990, L 138, σ. 31).

Full & Egal Universal Law Academy