EUR-Lex -  61983CJ0015 - EL
Karar Dilini Çevir:
EUR-Lex -  61983CJ0015 - EL


Στην υπόθεση 15/83,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του College van Beroep voor het Bedrijfsleven προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέ-μποντος δικαστηρίου μεταξύ
Denkavtt Nederland BV
και
HOOFDPRODUKTSCHAP VOOR AKKERBOUWPRODUKTEN,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος του άρθρου 6, παράγραφος 2, και του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1725/79 της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1979, περί των λεπτομερειών παροχής ενισχύσεων στο αποκορυφωμένο γάλα που μεταποιείται σε σύνθετες τροφές και στο αποκορυφωμένο γάλα εις κόνιν που προορίζεται για τη διατροφή μόσχων (ΕΕ ειδ. έκδ. 003/026, σ. 12),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)
συγκείμενο από τους Κ. Bahlmann, πρόεδρο τμήματος, Ρ. Pescatore και Ο. Due, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: G. F. Mancini
γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας
εκδίδει την ακόλουθη
ΑΠΟΦΑΣΗ
Περιστατικά
Τα περιστατικά της υπόθεσης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν δυνάμει του άρθρου 20 του πρωτοκόλλου του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ έχουν συνοπτικά ως εξής:
Ι — Νομικό πλαίσιο της διαφοράς και πραγματικά περιστατικά
1. Νομικό πλαίσιο
Η κύρια δίκη αφορά την παροχή των ενισχύσεων για την εξαγωγή των σύνθετων ζωοτροφών με βάση το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη οι οποίες παραδίδονται χύμα. Οι λεπτομέρειες της παροχής των ενισχύσεων αυτών καθορίζονται από τον κανονισμό 1725/79 της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1979. Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:
«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 5 και αυτών της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί εμπορίας των συνθέτων ζωοτροφών, οι σύνθετες ζωοτροφές κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού είναι συσκευασμένες σε σάκκους μεγίστης περιεκτικότητας 50 χιλιογράμμων, πάνω στους οποίους είναι τυπωμένα με ευανάγνωστους χαρακτήρες:
α)
μνεία που εμφαίνει ότι πρόκειται για σύνθετη ζωοτροφή
β)
επιγραφή που επιτρέπει να αναγνωρίζεται η επιχείρηση που ευεργετείται από την ενίσχυση. Η επιγραφή αυτή δύναται να συντάσσεται σε κώδικα και φέρει στην περίπτωση αυτή το πρώτο γράμμα του ονόματος της χώρας καταγωγής·
γ)
το μήνα και το έτος παρασκευής·
δ)
την περιεκτικότητα σε αποκορυφωμένο γάλα εις κόνιν του τελικού προϊόντος.»
Σύμφωνα όμως με το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού, οι διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεν εφαρμόζονται:
«α)
...
β)
στις σύνθετες ζωοτροφές που παραδίδονται με δεξαμενές ή containers σε γεωργική εκμετάλλευση ή σε εκμετάλλευση εκτροφής ή σε παχυντήρια, που χρησιμοποιούν τις σύνθετες αυτές τροφές, κατά τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 7.»
Το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:
«1.
Η παράδοση των σύνθετων ζωοτροφών με δεξαμενές ή containers πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:
α)
επιτρέπεται παρά του αρμοδίου οργανισμού του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένη η ευεργετούμενη με την ενίσχυση επιχείρηση, κατόπιν αιτήσεως της, να χρησιμοποιεί αυτή τη μορφή μεταφοράς·
β)
η παράδοση γίνεται υπό διοικητικό έλεγχο. Ο έλεγχος αυτός εξασφαλίζει ιδίως ότι η παράδοση πραγματοποιείται για γεωργική εκμετάλλευση ή για εκμετάλλευση εκτροφής ή παχύνσεως.
2.
Στην περίπτωση αυτή, η καταβολή ενισχύσεως δεν πραγματοποιείται παρά αφού η επιχείρηση προσκομίσει στον αρμόδιο οργανισμό τα δικαιολογητικά έγγραφα που επιτρέπουν να αποδειχθεί ότι η παράδοση πραγματοποιήθηκε με τήρηση των όρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπό β).»
Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του παραπάνω κανονισμού
«Στην περίπτωση όπου η παράδοση με δεξαμενές ή containers που αναφέρεται στο άρθρο 5 υπό 6) έλαβε χώρα εντός άλλου κράτους από το κράτος μέλος πωλήσεως, η απόδειξη της παραδόσεως κατά τους όρους οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1 υπό β), δεν δύναται να γίνει παρά με την προσκόμιση του αντιτύπου ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 223/77.»
Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 ορίζει τα εξής:
«Το κράτος μέλος προορισμού ελέγχει ώστε ο παραλήπτης να ανταποκρίνεται στους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1 υπό β).»
Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων κατά τις οποίες τα δικαιολογητικά έγγραφα είναι διαθέσιμα, η καταβολή της ενισχύσεως για την περίοδο για την οποία ζητείται υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 2, στον όρο
«α)
ότι ο δικαιούχος αποδεικνύει, προς ικανοποίηση της αρμόδιας αρχής, ότι η αναλογούσα ποσότητα του αποκορυφωμένου γάλακτος ή του αποκορυφωμένου γάλακτος εις κόνιν έχει μετουσιωθεί ή μεταποιηθεί σε σύνθετες τροφές κατά τη διάρκεια του μήνα για τον οποίο ζητείται η ενίσχυση
και
β)
ότι το δελτίο αναλύσεως και το δελτίο ελέγχου που αναφέρονται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, τα οποία παραδίδονται μετά τους ελέγχους που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, υπό α), 6) και γ), κατά τη διάρκεια του μήνα που προηγείται του μήνα για τον οποίο ζητήθηκε η ενίσχυση, επιτρέπουν να διαπιστωθεί ότι τηρήθηκαν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού.»
Αν από τα δελτία που αναφέρονται παραπάνω στο στοιχείο 6) προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος δεν τήρησε τις διατάξεις του κανονισμού κατά τη διάρκεια του εν λόγω προηγούμενου μήνα, η καταβολή της ενισχύσεως που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως αναστέλλεται εν αναμονή της παραλαβής των δελτίων αναλύσεως και ελέγχου που εκδίδονται μετά τους ελέγχους που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του ίδιου αυτού μήνα και η ενίσχυση που έχει καταβληθεί αντικανονικά αποδίδεται εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων (παράγραφος 3 του άρθρου 9).
Το άρθρου 10 του κανονισμού προβλέπει ότι, για να εξασφαλιστεί η τήρηση των διατάξεων αυτών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν ορισμένα μέτρα ελέγχου, ιδίως όσον αφορά τη χρήση του αποκορυφωμένου γάλακτος και του αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη για την παρασκευή σύνθετων τροφών κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1.
Όσον αφορά την προσκόμιση του αντιτύπου ελέγχου που απαιτείται κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού για την περίπτωση των παραδόσεων σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος του πωλητή, το άρθρο 10 του κανονισμού 223/77 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1976, περί των διατάξεων εφαρμογής ως και των μέτρων απλουστεύσεως του καθεστώτος της κοινοτικής διαμετακομίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/012, σ. 27), ορίζει τα εξής:
«Όταν η εφαρμογή κοινοτικού μέτρου περί εισαγωγής ή εξαγωγής εμπορευμάτων ή κυκλοφορίας των εμπορευμάτων αυτών στο εσωτερικό της Κοινότητας εξαρτάται από την απόδειξη ότι τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο του μέτρου τούτου εχρησιμοποιήθησαν για το σκοπό και/ή διοχετεύθηκαν στον προορισμό που προβλέπονται ή επιβάλλονται από το μέτρο αυτό, η εν λόγω απόδειξη παρέχεται διά της προσκομίσεως αντιτύπου ελέγχου Τ αριθ. 5.»
Εξάλλου, το άρθρο 12 του ίδιου αυτού κανονισμού ρυθμίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί.
Ο κανονισμός 222/77 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί της κοινοτικής διαμετακομίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/003, σ. 3), ορίζει στο άρθρο 58 τα εξής:
«Κατά παρέκκλιση του παρόντος κανονισμού, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και οι Κάτω Χώρες δύνανται να εφαρμόζουν στα παραστατικά κοινοτικής διαμετακομίσεως τις συμφωνίες που συνήψαν ή θα συνάψουν μεταξύ τους με σκοπό τον περιορισμό ή την κατάργηση των διατυπώσεων διελεύσεως των βελγοουξεμβουργιανών και βελγο-ολλανδικών συνόρων.»
2. Πραγμανικά περιστατικά και έγγραφη διαδικακία
Η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη παρασκευάζει στις Κάτω Χώρες ζωοτροφές με βάση το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη και της χορηγείται κοινοτική ενίσχυση βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82). Η προσφεύγουσα παραδίδει τα προϊόντα της σε συσκευασίες ή εκτός συσκευασιών («χύμα»), τόσο στις Κάτω Χώρες όσο και στο εξωτερικό. Οι εξαγωγές χύμα περιορίζονται επί του παρόντος στο Βέλγιο.
Ο αρμόδιος ολλανδικός οργανισμός, το Hoofdproduktschap voor Akkerbouwprodukten, καταβάλλει την ενίσχυση υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες διαφέρουν ανάλογα με το αν οι ζωοτροφές χύμα παραδίδονται στο εσωτερικό των Κάτω Χωρών ή σε άλλο κράτος μέλος:
α)
Για τις παραδόσεις χύμα στο εσωτερικό των Κάτω Χωρών, το Hoofdproduktschap εφαρμόζει τις ολλανδικές διατάξεις, δηλαδή το «Beschikking denaturatie — en verwerkingssteun magere-melk-poeder»(διάταγμα που αφορά τις ενισχύσεις για τη μετουσίωση και τη μεταποίηση του αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη) του 1980. Κατά συνέπεια, η παραγωγός εταιρεία πρέπει να επισυνάψει στον πίνακα των μεταποιήσεων που υποβάλλει κατά μήνα ένα λεπτομερή πίνακα όλων των παραδόσεων χύμα. Μόλις λάβει τα δικαιολογητικά αυτά έγγραφα, το Hoofdproduktschap καταβάλλει την ενίσχυση, δηλαδή συγχρόνως με την παραλαβή της αίτησης για τον εν λόγω μήνα.
β)
Για τις παραδόσεις χύμα σε άλλο κράτος μέλος, το Hoofdproduktschap ζητεί ως απόδειξη, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού 1725/79, την προσκόμιση του αντιτύπου ελέγχου Τ 5, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 10 του κανονισμού 223/77, για τις παραδόσεις όμως που πραγματοποιούνται στο Βέλγιο, αρκείται, αντί για το έγγραφο αυτό, στο έγγραφο Benelux-5, που αναφέρεται στο άρθρο 58 του κανονισμού 222/77. Λόγω του ότι τα έγγραφα αυτά πρέπει να θεωρηθούν από το κράτος προορισμού, η ενίσχυση στην πραγματικότητα συνήθως δεν καταβάλλεται παρά ένα μήνα μετά το μήνα της υποβολής της αίτησης.
Από τις διάφορες αυτές διαδικασίες προκύπτει ότι για τις παραδόσεις χύμα προς το Βέλγιο η ενίσχυση καταβάλλεται κατά μέσο όρο ένα μήνα αργότερα από ό,τι για τις παραδόσεις χύμα στο εσωτερικό της χώρας και για τις παραδόσεις σε συσκευασίες που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Η καθυστέρηση αυτή στην καταβολή της ενίσχυσης συνεπάγεται για την προσφεύγουσα σημαντική απώλεια τόκων.
Θεωρώντας ότι αυτό αποτελεί όχι μόνο περιττό αλλά και παράνομο εμπόδιο στις εξαγωγές, η Denkavit ζήτησε από το Hoofdproduktschap, με έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 1981, η ενίσχυση για τα προϊόντα που παραδίδει χύμα στο Βέλγιο να της καταβάλλεται κατά την διάρκεια του μήνα που ακολουθεί το μήνα κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η παράδοση, ενδεχόμενα δε με την επιφύλαξη της επιστροφής. Το καθού στην κύρια δίκη απέρριψε την αίτηση αυτή με έγγραφο της 3ης Φεβρουαρίου 1982. Κατά της άρνησης αυτής η Denkavit άσκησε προσφυγή ενώπιον του College van Beroep voor het Bedrijfsleven.
Κατά τη διαδικασία αυτή, η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και την καταβολή της ενίσχυσης από το καθού αμέσως μετά την κατά μήνα υποβολή της αίτησης και του σχετικού πίνακα μεταποίησης και του ανακεφαλαιωτικού πίνακα, ενδεχόμενα δε με την επιφύλαξη της επιστροφής της ενίσχυσης σε περίπτωση που θα το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Κατά την προσφεύγουσα, από το άρθρο 58 του κανονισμού 222/77 συνάγεται ότι οι χώρες της Benelux έχουν τη δυνατότητα και μάλιστα την υποχρέωση να μην εφαρμόζουν το άρθρο 7 του κανονισμού 1725/79 στις παραδόσεις στο Βέλγιο και να εφαρμόζουν στις περιπτώσεις αυτές μόνο το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού. Εξάλλου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, και το άρθρο 7 του κανονισμού 1725/79 δεν είναι δεσμευτικά, επειδή πρέπει να θεωρηθούν ως μέτρα αποτελέσματος ισοδύναμου με ποσοτικούς περιορισμούς των εξαγωγών, που είναι αντίθετα με το άρθρο 34 της ΕΟΚ, και ως δυσμενής διάκριση σε βάρος των εξαγωγών. Τα άρθρα αυτά είναι επίσης αντίθετα προς την αρχή της αναλογικότητας.
To καθού ενέμεινε στην απόρριψη της αίτησης ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου και υποστήριξε ότι οι διατάξεις των άρθρων 6 και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1725/79, σε συνδυασμό με το άρθρο 58 του κανονισμού 222/77, δεν επιτρέπουν, σε περίπτωση εξαγωγής χύμα προς το Βέλγιο, την καταβολή της ενίσχυσης παρά μόνο μετά την παραλαβή του αντιτύπου ελέγχου του εγγράφου Bene-lux-5.
Με διάταξη της 25ης Ιανουαρίου 1983, το College van Beroep voor het Bedrijfsleven αποφάσισε την αναβολή της δίκης και την υποβολή του ακόλουθου προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο:
«Πρέπει το άρθρο 34 της συνθήκης και/ή το άρθρο 40, παράγραφος 3 της συνθήκης και/ή το άρθρο 43, παράγραφος 3, στοιχείο 6 της συνθήκης και/ή ο κανονισμός (ΕΟΚ) 804/68 και/ή η αρχή της αναλογικότητας ή οποιαδήποτε άλλη θεμελιώδης αρχή της συνθήκης να ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι είναι ασυμβίβαστες με αυτά οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1725/79, εφόσον οι διατάξεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα η ενίσχυση που κατά τον κανονισμό χορηγείται για το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη που μεταποιείται σε ένα κράτος μέλος σε σύνθετη ζωοτροφή και μεταφέρεται με δεξαμενές ή εμπορευματοκιβώτια να καταβάλλεται σε περίπτωση εξαγωγής ένα μήνα αργότερα από ό,τι σε περίπτωση πώλησης στο εσωτερικό της χώρας;»
Η διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Ιανουαρίου 1983.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της διάταξης αυτής, το παραπέμπον δικαστήριο δεν θεωρεί βάσιμο τον πρώτο ισχυρισμό της προσφεύγουσας, λόγω του ότι οι αποκλίσεις που θεσπίζει το άρθρο 58 του κανονισμού 222/77 έχουν περιοριστικό χαρακτήρα και λόγω της γενικής οικονομίας του άρθρου 7 του κανονισμού 1725/79. Το παραπέμπον δικαστήριο είναι πάντως της γνώμης ότι ο δεύτερος ισχυρισμός θέτει ένα σοβαρό πρόβλημα και κρίνει ότι η απάντηση στον ισχυρισμό αυτό είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς.
Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενη από την Ε. Grabandt, δικηγόρο Χάγης, και το καθού στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενο από τον R. J. Μ. ten Berge.
Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς να διατάξει την προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων και κάλεσε την Επιτροπή να παραστεί κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση.
Το Δικαστήριο αποφάσισε πάντως να καλέσει την Επιτροπή να εξηγήσει στην επ' ακροατηρίου συζήτηση τους ειδικούς λόγους για τους οποίους ο κανονισμός 1725/79 της Επιτροπής προβλέπει διαφορετική μεταχείριση για τις εξαγόμενες ποσότητες χύμα από ό,τι για τις παραδόσεις χύμα στην εθνική αγορά, καθώς και να αναφέρει τα κριτήρια βάσει των οποίων δικαιολογούνται οι αυστηρότερες διαδικασίες ελέγχου όταν πρόκειται για εξαγωγή.
Με διάταξη της 23ης Νοεμβρίου 1983, το Δικαστήριο ανέθεσε την εκδίκαση της υπόθεσης στο δεύτερο τμήμα.
II — Γραπτές παρατηρήσεις
Η προοφεύγουσα στην κύρια δίκη παρατηρεί καταρχάς ότι τα επιχειρήματά της πρέπει να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα δύο θεμελιωδών συμπερασμάτων ως προς το σκοπό των κοινοτικών ενισχύσεων που χορηγούνται, στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα του γάλακτος, για το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη που χρησιμοποιείται για την εκτροφή των ζώων. Πρώτον, οι ενισχύσεις αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση για τη δυνατότητα μεταποίησης του αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη σε ζωοτροφές, γιατί με τις ενισχύσεις γίνεται οικονομικά αποδοτική η χρησιμοποίηση του προϊόντος βάσης από τη βιομηχανία. Δεύτερον, παρατηρεί ότι οι ενισχύσεις θεσπίστηκαν προς το γενικό συμφέρον, προκειμένου να γίνει δυνατή η διάθεση των πλεονασμάτων του αποκορυφωμένου γάλατος σε σκόνη και η κατ' αυτό τον τρόπο αποφυγή του σχηματισμού αποθεμάτων του προϊόντος αυτού από τους δημόσιους οργανισμούς ή η μείωση των αποθεμάτων αυτών.
Όσον αφορά το σύνολο των διατάξεων του κανονισμού 1725/79, η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη παραδέχεται ότι βασίζονται στο γεγονός ότι το ποσό της ενίσχυσης συνεπάγεται σημαντικό κίνδυνο απάτης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η παραγωγή και η πώληση των επίδικων προϊόντων υπόκεινται σε αυστηρές προϋποθέσεις και σε πολύπλευρες υποχρεώσεις και για τον οποίο έχουν προβλεφθεί μια σειρά μέτρων ελέγχου με εξαιρετικά αυστηρές κυρώσεις. Πάντως, το σύστημα του κανονισμού 1725/79 βασίζεται στο σύνολό του, λόγω των οικονομικών αναγκών, στην όσο το δυνατόν ταχύτερη καταβολή της ενίσχυσης στο τέλος του μήνα τον οποίο αφορά η ενίσχυση, η οποία κανονικά καταβάλλεται πριν γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα του ελέγχου για τη σχετική περίοδο. Η διαπίστωση ότι οι διατάξεις του κανονισμού τηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της επίδικης περιόδου δεν αποτελεί επομένως πρόκριμα για την καταβολή της ενίσχυσης. Αντίθετα, αυτός στον οποίο καταβάλλεται η ενίσχυση έχει την απόλυτη υποχρέωση να επιστρέψει την ενίσχυση, εφόσον από τους προβλεπόμενους ελέγχους αποδειχθεί παράβαση του κανονισμού.
Οι ειδικές όμως διατάξεις που αφορούν τις εξαγωγές χύμα προχωρούν περισσότερο από τις γενικές διατάξεις που αναφέρονται στα συσκευασμένα προϊόντα και αναφέρθηκαν παραπάνω. Αυτό ισχύει ιδίως για τη διάταξη σύμφωνα με την οποία τα επίδικα προϊόντα πρέπει να παραδίδονται κατ' ευθείαν από τον παραγωγό στον παραλήπτη, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα παράδοσης σε μεσάζοντα, και σύμφωνα με την οποία ο μοναδικός τρόπος απόδειξης συνίσταται στην προσκόμιση του αντιτύπου ελέγχου Τ 5. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η ενίσχυση για τις εξαγωγές χύμα καταβάλλεται γενικά με καθυστέρηση ενός μήνα, πράγμα που αποθαρρύνει σημαντικά την εξαγωγή χύμα σε σχέση με την πώληση στο εσωτερικό της χώρας και την πώληση συσκευασμένων προϊόντων και συνεπάγεται απώλεια τόκων που ανήλθε σε 1,40 ολλανδικά φιορίνια (HFL) ανά 100 kg το 1981 και σε 1,05 HFL ανά 100 kg το 1982. Η απώλεια τόκων επομένως πλήττει ειδικά την εξαγωγή των προϊόντων χύμα, που έχουν να αντιμετωπίσουν στη χώρα προορισμού τον ανταγωνισμό των προϊόντων χύμα της εθνικής παραγωγής, τα οποία δεν πλήττονται από καμιά τέτοια απώλεια τόκων, αφού στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το ισχύον εσωτερικό σύστημα. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση των εξαγωγών χύμα αποτελεί διάκριση αντίθετη με τους υπέρτερους κανόνες κοινοτικού δικαίου και επομένως παράνομη.
Για το λόγο αυτό η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη ισχυρίζεται, πρώτον, ότι ο εξαγωγέας δεν μπορεί να αποφύγει την επίδικη δυσμενή διάκριση και, δεύτερον, ότι η διάκριση αυτή είναι περιττή ενόψει του συστήματος ελέγχου που προβλέπει ο κανονισμός 1725/79. Η προσφεύγουσα δεν έχει αντιρρήσεις ως προς τη μέθοδο του ελέγχου αυτή καθεαυτή, αλλά θεωρεί ότι δεν υπάρχει κανείς λόγος στην περίπτωση των εξαγωγών χύμα να αντικατασταθεί ο εκ των υστέρων έλεγχος με έλεγχο εκ των προτέρων. Δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί η αποτελεσματικότητα του εκ των υστέρων ελέγχου, αφού η χορηγούμενη ενίσχυση πρέπει να επιστραφεί αμέσως, εφόσον διαπιστωθεί 6άσει των εγγράφων ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του κανονισμού.
Στη συνέχεια η προσφεύγουσα εκθέτει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι είναι άκυρα το άρθρο 6, παράγραφος 2, και το άρθρο 7 του κανονισμού 1725/79. Πρώτον, τα άρθρα αυτά πρέπει να θεωρηθούν ως μέτρα αποτελέσματος ισοδύναμου με ποσοτικούς περιορισμούς των εξαγωγών και επομένως είναι αντίθετα με το άρθρο 34 της συνθήκης ΕΟΚ, με διάταξη δηλαδή που είναι δεσμευτική όχι μόνο για τα κράτη μέλη αλλά και για τα κοινοτικά όργανα. Δεν δικαιολογείται η ύπαρξη αποκλίσεως βάσει του άρθρου 36, αφού η επίδικη διάκριση έχει οικονομικό μόνο χαρακτήρα και δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με το εν λόγω σύστημα ελέγχου. Επιπλέον, την ελευθερία του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών δεν μπορούν να παραβλάψουν λόγοι που ανάγονται στον αγώνα κατά της απάτης και δεν μπορεί να γίνει επίκλιση σχετικά του άρθρου 36 της συνθήκης ΕΟΚ.
Επιπλέον, οι επίδικες διατάξεις είναι ασυμβίβαστες με το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο h), της οδηγίας 70/50 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1969 (PB L 13, 1970, σ. 29), με το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 804/68 και με τις θεμελιώδεις αρχές των κοινών οργανώσεων αγοράς, δηλαδή με το άρθρο 40, παράγραφος 3 και το άρθρο 43, παράγραφος 3, στοιχείο 6), της συνθήκης ΕΟΚ, επειδή συνεπάγονται την καθυστέρηση της πληρωμής της ενίσχυσης για το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη που εξάγεται χύμα. Τέλος, η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη επικαλείται την αρχή της αναλογικότητας, αφού η καθυστέρηση της πληρωμής της ενίσχυσης δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα των μέτρων ελέγχου που προβλέπει ο κανονισμός 1725/79.
Το καθού στην κύρια δίκη παρατηρεί ότι εναπόκειται στην Επιτροπή να λαμβάνει τα διάφορα μέτρα εφαρμογής ως προς τη χορήγηση ενισχύσεων για τα επίδικα προϊόντα. Από τις αιτιολογικές σκέψεις (ιδίως από την έκτη) του κανονισμού 1725/79 συνάγεται ότι η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να θεσπίσει ιδιαίτερα μέτρα ελέγχου για τη μεταφορά των προϊόντων και ειδικές προϋποθέσεις για τη πληρωμή της ενίσχυσης. Θεωρεί συνεπώς ότι η Επιτροπή ενήργησε στο πλαίσιο των τυπικών και ουσιαστικών αρμοδιοτήτων της και ότι η ενέργειά της δεν είναι αντίθετη ούτε με τη συνθήκη ΕΟΚ ούτε με τον κανονισμό 804/68 ούτε με την αρχή της αναλογικότητας ούτε με κάποια άλλη αρχή στην οποία βασίζεται η συνθήκη. Εν πάση περιπτώσει, το καθού θεωρεί ότι είναι υποχρεωμένο να εφαρμόζει τις επίδικες διατάξεις, ενόσω δεν έχουν κηρυχθεί άκυρες από το αρμόδιο δικαστήριο.
Εξάλλου, το καθού θεωρεί ότι δεν υπάρχει αδικαιολόγητη διάκριση, αλλά δικαιολογημένη διαφορά, αφού στην περίπτωση της χορήγησης ενίσχυσης για τη διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων ο κίνδυνος απάτης είναι μεγαλύτερος από την περίπτωση της πώλησης στο εσωτερικό της χώρας. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει οπωσδήποτε λόγος για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και δεν υπάρχει λόγος το Δικαστήριο να ακυρώσει τις επίδικες διατάξεις. Για τους λόγους αυτούς το καθού στην κύρια δίκη προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει αρνητική απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα.
III — Προφορική διαδικασία
Κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιανουαρίου 1984 ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο Ε. Grabandt, και η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. C. Fischer.
Απαντώντας στο ερώτημα που της έθεσε εγγράφως το Δικαστήριο πριν από την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι ο κανονισμός 1725/79 δεν προβλέπει καταρχήν διαφορετική μεταχείριση για τις εξαγόμενες ποσότητες χύμα από ό,τι για τις παραδόσεις χύμα στην εσωτερική αγορά. Και οι δύο κατηγορίες αυτές παραδόσεων υπόκεινται σε διοικητικό έλεγχο που εξασφαλίζει ότι οι παραδόσεις πραγματοποιούνται σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις ή σε εκμεταλλεύσεις εκτροφής ή παχύνσεως. Και στις δύο περιπτώσεις η ενίσχυση καταβάλλεται μόνο εφόσον η επιχείρηση αποδείξει ότι πληρούται η παραπάνω προϋπόθεση, προσκομίζοντας πιστοποιητικό που έχουν εκδώσει οι αρμόδιες εθνικές αρχές του κράτους μέλους του προορισμού των παραδόσεων.
Κατά την Επιτροπή, η μοναδική διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι στην περίπτωση των παραδόσεων στο εσωτερικό της χώρας ο κανονισμός αφήνει τα κράτη μέλη ελεύθερα να επιλέξουν το είδος του πιστοποιητικού, ενώ στην περίπτωση των εξαγωγών σε άλλα κράτη μέλη η απόδειξη συνίσταται πάντοτε στην προσκόμιση του πιστοποιητικού Τ 5, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 10 του κανονισμού 223/77, για δε τις παραδόσεις μεταξύ των χωρών της Benelux στην προσκόμιση του πιστοποιητικού Benelux-5.
Η Επιτροπή ισχυρίστηκε εξάλλου ότι η ευθύνη για την εφαρμογή της προβλεπόμενης διαδικασίας ελέγχου βαρύνει τα κράτη μέλη, τα οποία πρέπει να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να μην υπάρχουν καθυστερήσεις κατά τη διαβίβαση του αντιτύπου ελέγχου Τ 5.
Εξάλλου, αν και τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να χρησιμοποιούν το αντίτυπο ελέγχου Τ 5, εφόσον τα εμπορεύματα δεν εξέρχονται από το έδαφός τους πριν αποδειχτεί ότι χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό ή διοχετεύτηκαν στον προορισμό που προβλέπεται ή καθορίστηκε, τίποτα δεν τα εμποδίζει να χρησιμοποιούν το αντίτυπο ελέγχου Τ 5 ακόμη και για τις παραδόσεις στο εσωτερικό της χώρας.
Τέλος, η Επιτροπή παρατήρησε ότι τα κράτη μέλη δεν πρέπει να αρκούνται, όταν καταβάλλουν την ενίσχυση, στην προσκόμιση των πινάκων, εφόσον δεν αποδεικνύεται η χρησιμοποίηση των παραδόσεων. Κατά συνέπεια, διαπίστωσε ότι υπάρχει απόκλιση της ολλανδικής πρακτικής από τις προϋποθέσεις που θέτει το κοινοτικό δίκαιο, η οποία εξηγεί εν μέρει την καθυστέρηση στην καταβολή της ενίσχυσης. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι εξαγωγές χύμα πρέπει να υπόκεινται στο ίδιο σύστημα όπως και οι παραδόσεις χύμα στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους, εφόσον η μεταχείριση των τελευταίων αυτών είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του κανονισμού 1725/79.
Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 1984.
Σκεπτικό

1
Με διάταξη της 25ης Ιανουαρίου 1983, που περιήλθε στο δικαστήριο στις 26 Ιανουαρίου 1983, το College van Beroep voor het Bedrijfsleven υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 34, 40, παράγραφος 3, και 43, παράγραφος 3, στοιχείο 6), της συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και του άρθρου 22 του κανονισμού 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ. ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82), και της αρχής της αναλογικότητας. Το εθνικό δικαστήριο ζητεί να μάθει αν το σύνολο των κανόνων αυτών πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι είναι ασυμβίβαστα με αυτούς το άρθρο 6, παράγραφος 2, και το άρθρο 7 του κανονισμού 1725/79 της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1979, περί των λεπτομερειών παροχής ενισχύσεων στο αποκορυφωμένο γάλα που μεταποιείται σε σύνθετες τροφές και στο αποκορυφωμένο γάλα εις κόνιν που προορίζεται για τη διατροφή μόσχων (ΕΕ ειδ. έκδ. 003/026, σ. 12).

2
Το ερώτημα αυτό ανέκυψε κατά την εκδίκαση προσφυγής της εταιρείας Denkavit Nederland BV κατά του Hoofdprodutkschap voor Akkerbouwprodukten, με την οποία η προσφεύγουσα ζητεί την καταβολή της ενίσχυσης λόγω παραδόσεως χύμα σύνθετων ζωοτροφών από τις Κάτω Χώρες προς το Βέλγιο αμέσως μετά την κατά μήνα υποβολή της αίτησης και του σχετικού πίνακα μεταποιήσεως και του ανακεφαλαιωτικού πίνακα, ενδεχομένως με την επιφύλαξη της επιστροφής της ενίσχυσης.

3
Στη δίκη αυτή η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι οι διατάξεις των άρθρων 6, παράγραφος 2, και 7 του κανονισμού 1725/79 ρυθμίζουν το βάρος της απόδειξης της χρήσης των παραδόσεων χύμα κατά τρόπο δυσμενέστερο για τις εξαγωγές από ό,τι για τις παραδόσεις στο εσωτερικό της χώρας, με συνέπεια η καταβολή της ενίσχυσης λόγω εξαγωγής να καθυστερεί ένα περίπου μήνα σε σχέση με την καταβολή της ενίσχυσης για τις παραδόσεις στην εσωτερική αγορά του κράτους μέλους.

4
Η προσφεύγουσα θεώρησε επομένως ότι οι επίδικες διατάξεις αποτελούν μέτρα αποτελέσματος ισοδύναμου προς ποσοτικούς περιορισμούς των εξαγωγών, τα οποία είναι αντίθετα προς το άρθρο 34 της συνθήκης ΕΟΚ και τον κανονισμό 804/68, ότι αποτελούν διάκριση σε βάρος του παραγωγού και επομένως παραβιάζουν τα άρθρα 40, παράγραφος 3, και 43, παράγραφος 3, στοιχείο 6), της συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας.

5
Αντίθετα, το καθού απέκρουσε την άποψη αυτή και δήλωσε ότι δεσμεύεται από τις επίδικες διατάξεις.

6
Ενόψει της πραγματικής και νομικής αυτής καταστάσεως, το College van Beroep voor het Bedrijfsleven υπέβαλε το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Πρέπει το άρθρο 34 της συνθήκης και/ή το άρθρο 40, παράγραφος 3, της συνθήκης και/ή το άρθρο 43, παράγραφος 3, στοιχείο 6), της συνθήκης και/ή ο κανονισμός (ΕΟΚ) 804/68 και/ή η αρχή της αναλογικότητας ή οποιαδήποτε άλλη θεμελιώδης αρχή της συνθήκης να ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι είναι ασυμβίβαστες με αυτά οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1725/79, εφόσον οι διατάξεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα η ενίσχυση που κατά τον κανονισμό χορηγείται για το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη που μεταποιείται σε ένα κράτος μέλος σε σύνθετη ζωοτροφή και μεταφέρεται με δεξαμενές ή εμπορευματοκιβώτια να καταβάλλεται σε περίπτωση εξαγωγής ένα μήνα αργότερα από ό,τι σε περίπτωση πώλησης στο εσωτερικό της χώρας;»

7
Το ερώτημα αυτό, μολονότι τυπικά αναφέρεται στην ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της συνθήκης ΕΟΚ και του κανονισμού 804/68, αφορά στην πραγματικότητα το κύρος των άρθρων 6, παράγραφος 2, και 7 του κανονισμού 1725/79.
Επί της υπάρξεως διαφορετικής μεταχειρίσεως

8
Πριν από τον κυρίως νομικό έλεγχο, πρέπει να αποσαφηνιστεί κατά πόσο οι σύνθετες ζωτροφές που εξάγονται χύμα υπόκεινται πράγματι σε διαφορετικό καθεστώς από ό,τι οι σύνθετες ζωοτροφές που διατίθενται χύμα στην εσωτερική αγορά της χώρας.

9
Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο 6), του κανονισμού 1725/79 προβλέπει διοικητικό έλεγχο για όλες τις παραδόσεις χύμα σύνθετων ζωοτροφών, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι παραδόσεις πραγματοποιούνται σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις ή σε εκμεταλλεύσεις εκτροφής ή παχύνσεως, χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ εξαγωγής αφενός, και παραδόσεως στο εσωτερικό της χώρας, αφετέρου. Επιπλέον, η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι και στις δύο περιπτώσεις η καταβολή της ενίσχυσης δεν πραγματοποιείται παρά αφού η επιχείρηση προσκομίσει στον αρμόδιο εθνικό οργανισμό τα δικαιολογητικά έγγραφα με τα οποία αποδεικνύεται ότι κατά την παράδοση τηρήθηκαν οι όροι που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχείο 6).

10
Συνεπώς δεν υπάρχει παρά μία μόνο διαφορά μεταξύ των δύο παραπάνω καταστάσεων, η οποία συνίσταται στο είδος του εγγράφου που πρέπει να προσκομιστεί για την καταβολή της ενίσχυσης:

Όσον αφορά τις παραδόσεις χύμα σε άλλο κράτος μέλος από το κράτος μέλος πωλητή, το γεγονός ότι η παράδοση πραγματοποιήθηκε υπό τους όρους οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο 6), δεν μπορεί να αποδειχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1725/79, παρά μόνο με την προσκόμιση του αντιτύπου ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 10 του κανονισμού 223/77 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1976 (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/012 σ. 27), δηλαδή του εγγράφου Τ 5, εκτός από τις εξαγωγές στις χώρες της Benelux, στην περίπτωση των οποίων η απόδειξη γίνεται με το αντίτυπο Benelux-5, σύμφωνα με το άρθρο 58 του κανονισμού 227/77 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976 (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/003, σ. 3).

Όσον αφορά τις παραδόσεις χύμα στο εσωτερικό του κράτους μέλους πωλητή, παρά τις ειδικές διατάξεις που περιέχει σχετικά ο κανονισμός 1725/79, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια, σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού 223/77, να ορίσει ότι η απόδειξη παρέχεται σύμωνα με κάποια εθνική διαδικασία.

11
Πρέπει πάντως να τονιστεί ότι, όταν ένα κράτος μέλος επιλέγει την εφαρμογή εθνικής διαδικασίας, πρέπει οπωσδήποτε να ενεργήσει κατά τρόπο ώστε ο σκοπός του άρθρου 6 του κανονισμού 1725/79 να εξυπηρετείται στον ίδιο βαθμό.

12
Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις είναι στην ουσία ίδιες τόσο για τον έλεγχο των εξαγωγών χύμα, όσο και για τον έλεγχο των παραδόσεων χύμα στο εσωτερικό της χώρας, η ενδεχόμενη καθυστέρηση στην καταβολή της ενίσχυσης κατά τις εξαγωγές δεν μπορεί να οφείλεται παρά μόνο στις διαφορετικές συνθήκες που επικρατούν στις εξαγωγές, δηλαδή στο γεγονός ότι η κυκλοφορία του εγγράφου Τ 5 απαιτεί περισσότερο χρόνο στο ενδοκοινοτικό εμπόριο από ό, τι η κυκλοφορία του εθνικού εγγράφου στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους.
Επί της παραβάσεως του άρθρου 34 της συνθήκης και του άρθρου 22 του κανονισμού 804/68

13
Το ερώτημα που έθεσε το παραπέμπον δικαστήριο αφορά καταρχάς το ζήτημα αν οι επίδικες διατάξεις αποτελούν μέτρα αποτελέσματος ισοδύναμου με ποσοτικό περιορισμό των εξαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 34 της συνθήκης ΕΟΚ.

14
Το άρθρο 34 ορίζει ότι «οι προσοτικοί περιορισμοί επί των εξαγωγών καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών».

15
Η απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών καθώς και των μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος ισχύει, όπως επανειλημμένα έχει δεχτεί το Δικαστήριο, όχι μόνο για τα μέτρα που λαμβάνουν οι εθνικές αρχές, αλλά και για τα μέτρα που λαμβάνουν τα κοινοτικά όργανα (απόφαση της 20. 4. 1978, συνεκδ. υποθ. 80 και 81/77, Jurispr. σ. 927).

16
Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 34 αφορά τα μέτρα «τα οποία έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα να περιορίζουν ειδικώς τα ρεύματα των εξαγωγών και να δημιουργούν με αυτό τον τρόπο διαφορά στη μεταχείριση μεταξύ του εσωτερικού εμπορίου ενός κράτους μέλους και του εξαγωγικού του εμπορίου, έτσι ώστε να ευνοείται ιδιαίτερα η εθνική παραγωγή ή η εσωτερική αγορά του ενδιαφερόμενου κράτους σε βάρος της παραγωγής ή του εμπορίου άλλων κρατών μελών» (βλ. πχ. την απόφαση της 8. 11. 1979, Groenveld, υποθ. 15/79, Jurispr. σ. 3409, σκέψη 7).

17
Δεν συμβαίνει το ίδιο με κοινοτικές κανονιστικές ρυθμίσεις σαν την προκειμένη, οι οποίες προβλέπουν, αν όχι ίδιες, τουλάχιστον ισοδύναμες προϋποθέσεις για το διοικητικό έλεγχο τόσο για τις εξαγωγές χύμα των σύνθετων ζωοτροφών, όσο και για την εμπορία τους στο εσωτερικό της χώρας.

18
Το συμπέρασμα αυτό δεν αλλάζει από το γεγονός ότι η ενίσχυση για τις σύνθετες ζωοτροφές που εξάγονται χύμα καταβάλλεται ενδεχομένως αργότερα από ό,τι για τις παραδόσεις ζωοτροφών στο εσωτερικό της χώρας. Πράγματι, η διαφορά αυτή οφείλεται απλώς στην ιδιαίτερη κατάσταση του ενδοκοινοτικού εμπορίου, δηλαδή στο γεγονός ότι για την κυκλοφορία των εγγράφων μεταξύ των διαφόρων αρμόδιων οργανισμών των κρατών μελών χρειάζεται περισσότερος χρόνος από ό,τι για την κυκλοφορία των ίδιων εγγράφων στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους, και δεν αποτελεί διαφορετική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 34.

19
Όπως ορθά υποστήριξε η Επιτροπή, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την προδικαστική διαδικασία του άρθρου 177 της συνθήκης οι διακρίσεις που προκύπτουν ενδεχομένως από το γεγονός ότι οι εθνικές αρχές δεν εφάρμοσαν ορθά τις σχετικές διατάξεις.

20
Οι σκέψεις αυτές ισχύουν επίσης και για την απαγόρευση των μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος η οποία προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 804/68, το οποίο αποτελεί εφαρμογή του άρθρου 34 στον τομέα της κοινής οργανώσης των αγορών γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων.
Επί της παραβάσεως των άρθρων 40 και 43 της συνθήκης

21
Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι παραβιάστηκε το άρθρο 40, παράγραφος 3, της συνθήκης, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών «πρέπει ... να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών εντός της Κοινότητας».

22
Δεδομένου ότι υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ της διαφοράς στον τρόπο της καταβολής της ενίσχυσης και της αντικειμενικής διαφοράς μεταξύ εξαγωγής, αφενός, και εμπορίας στο εσωτερικό του κράτους μέλους, αφετέρου, η διαφορά αυτή δεν αποτελεί διάκριση κατά την έννοια του παραπάνω άρθρου, σύμφωνα με το οποίο δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται διαφορετικά όμοιες καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά (αποφάσεις της 15. 7. 1982, Edeka, υποθ. 245/81, Συλλογή σ. 2745, σκέψη 11, της 13. 6. 1978, υποθ. Denkavit, 139/77, Jurispr., σ. 1317, και της 15. 9. 1982, Kind, υπόθ. 106/81, Συλλογή σ. 2885, σκέψη 22).

23
Οι σκέψεις αυτές ισχύουν επίσης και για τη δήθεν παράβαση του άρθρου 43, παράγραφος 3, στοιχείο 6), σύμφωνα με το οποίο οι κοινές οργανώσεις αγορών πρέπει να εξασφαλίζουν «στις συναλλαγές στο εσωτερικό της Κοινότητος όρους ανάλογους με εκείνους που υπάρχουν σε μια εθνική αγορά».
Επί της παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας

24
Το τελευταίο σημείο του ερωτήματος του College van Beroep voor het Bedrijfsleven αφορά την παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.

25
Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή αυτή ορίζει ότι οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων δεν πρέπει να βαίνουν πέραν των ορίων αυτού που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την πραγματοποίηση του σκοπού που επιδιώκουν (αποφάσεις της 20. 2. 1979, Buitoni, υπόθ. 122/78, Jurispr. σ. 677, σκέψη 16, και της 23. 2. 1983, Fromançais, υπόθ. 66/82, Συλλογή σ. 395, σκέψη 8).

26
Από την άποψη αυτή η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη ισχυρίζεται ότι οι επίδικες διατάξεις επιβαρύνουν τον εξαγωγέα περισσότερο από ό,τι θα ήταν αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού του ελέγχου. Κατά την προσφεύγουσα, -9α αρκούσε το γεγονός ότι η παράδοση πραγματοποιήθηκε υπό τους όρους που προβλέπονται για τις εξαγωγές να αποδεικνύεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 1725/79 για τις παραδόσεις στο εσωτερικό της παραγωγού χώρας, χωρίς να χρησιμοποιείται το έγγραφο Τ 5.

27
Πρέπει καταρχάς να τονιστεί ότι, σύμφωνα με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 222/77, η εφαρμογή του καθεστώτος της κοινοτικής διαμετακόμισης, καθώς και η χρήση ενιαίων εγγράφων ελέγχου, θα διευκολύνει τη μεταφορά στο εσωτερικό της Κοινότητας και θα απλοποιήσει ιδίως τις διατυπώσεις που διεκπεραιώνονται κατά τη διέλευση των εσωτερικών συνόρων.

28
Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι η επίδικη ρύθμιση προβλέπει έναν προκαταρκτικό διοικητικό έλεγχο και επομένως την επιστροφή του αντιτύπου ελέγχου στις αρμόδιες αρχές της παραγωγού χώρας πριν από την καταβολή της.ενίσχυσης, τόσο όσον αφορά τις εξαγωγές χύμα όσο και τις παραδόσεις χύμα στο εσωτερικό της χώρας, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για το έγγραφο Τ 5 ή για το έγγραφο Benelux-5 ή για έγγραφο που απαιτείται στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού 223/77.

29
Επειδή στόχος της ρύθμισης αυτής είναι να αποκλειστεί η δυνατότητα διπλής καταβολής της ενίσχυσης ή επιστροφής του εμπορεύματος στο σύνηθες εμπορικό κύκλωμα και να αποφευχθούν επομένως ενδεχόμενες απάτες, επιβάλλεται η αυστηρή τήρηση των διατυπώσεων αποδείξεως τόσο ως προς τις εξαγωγές όσο και ως προς τις παραδόσεις στο εσωτερικό της χώρας.

30
Κατά την προφορική διαδικασία η Επιτροπή παρατήρησε ορθά ότι η εφαρμογή άλλης μεθόδου ελέγχου της τήρησης των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο 6), του κανονισμού 1725/79, δηλαδή ενός ελέγχου εκ των υστέρων ο οποίος θα είχε ενδεχομένως ως συνέπεια την απόδοση της ενίσχυσης που θα είχε ήδη καταβληθεί, θα επιβάρυνε τα κράτη μέλη που θα έπρεπε να ασκήσουν τον έλεγχο αυτό με δυσανάλογα διοικητικά έξοδα.

31
Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αρχή της αναλογικότητας δεν παραβιάζεται από κανονιστική ρύθμιση που προβλέπει την εκ των προτέρων διεξαγωγή διοικητικού ελέγχου των όρων για την καταβολή ενισχύσεως, εφόσον πρόκειται για ιδιαίτερα υψηλά ποσά και υπάρχει ιδιαίτερος κίνδυνος απάτης.

32
Κατά συνέπεια, οι επίδικες διατάξεις, ακόμη και αν επιφέρουν ορισμένη καθυστέρηση στην καταβολή της ενίσχυσης κατά τις εξαγωγές σε σχέση με την καταβολή της ενίσχυσης κατά τις παραδόσεις στο εσωτερικό της χώρας, δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, λόγω της υπάρξεως ιδιαίτερων συνθηκών που συνδέονται με την κοινοτική διαμετακόμιση.

33
Κατά συνέπεια, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο παραπέμπον δικαστήριο είναι ότι από την εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος του άρθρου 6, παράγραφος 2, και του άρθρου 7 του κανονισμού 1725/79.
Επί των δικαστικών εξόδων

34
Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.  
Για τους λόγους αυτούς
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 25ης Ιανουαρίου 1983 το College van Beroep voor het Bedrijfsleven, αποφαίνεται:  
Από την εξέταση του ερωτήματος που υπέβαλε το College van Beroep voor het Bedrijfsleven δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος του άρθρου 6, παράγραφος 2, και του άρθρου 7 του κανονισμού 1725/79.  
Bahlmann
Pescatore
Due
Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Μαΐου 1984.
Κατ' εντολή
του γραμματέα
D. Louterman
Διοικητικός υπάλληλος
Ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος
Κ. Bahlmann

Full & Egal Universal Law Academy