EUR-Lex -  61982CJ0216 - EL
Karar Dilini Çevir:
EUR-Lex -  61982CJ0216 - EL


Στην υπόθεση 216/82,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht του Αμβούργου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το εν λόγω Δικαστήριο, ζητεί, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του, μεταξύ
Universität Hamburg
και
Hauptzollamt Hamburg-Kehrwieder,
την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρ9ρων 173 και 177 της συνθήκης ΕΟΚ και των κανονισμών 1798/75 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουλίου 1975, περί της ατελούς, ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου, εισαγωγής αντικειμένων εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα (ΕΕ ειδ. έκδ., τόμ. 02/02, σ. 87) και 3195/75 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1975, περί θεσπίσεως εκτελεστικών διατάξεων του κανονισμού 1798/75 (JO L 316, 1975, σ. 17),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
συγκείμενο από τους J. Mertens de Wilmars, πρόεδρο, Ρ. Pescatore, A. O'Keeffe και U. Everling, προέδρους τμήματος, Mackenzie Stuart, T. Koopmans, O. Due, Κ. Bahlmann και Y. Galmot, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn
γραμματέας: P. Heim
εκδίδει την ακόλουθη
ΑΠΟΦΑΣΗ
Περιστατικά
Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 20 του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ συνοψίζονται ως εξής:
Ι — Νομοθετικό πλαίσιο
Η κύρια δίκη αφορά τη χορήγηση δασμολογικής ατέλειας για ορισμένη επιστημονική συσκευή που εισήχθη στην Κοινότητα. Τη νομική βάση για την απαλλαγμένη δασμών εισαγωγή επιστημονικών συσκευών αποτελεί ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1798/75 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουλίου 1975, περί της ατελούς, ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου, εισαγωγής αντικειμένων εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα (ΕΕ ειδ. έκδ., τόμ. 02/02, σ. 87) (όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1027/79, της 8ης Μαΐου 1979, (ΕΕ ειδ. έκδ., τόμ. 02/07, σ. 223), καθώς επίσης ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3195/75 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου1975, περί θεσπίσεως των εκτελεστικών διατάξεων του κανονισμού 1798/75 (JO L 316, 1975, σ. 17) (όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1324/76, της 8ης Ιουνίου1976, JO L 149, 1976, σ. 7, και αντικαταστάθηκε, εν συνεχεία, από τον κανονισμό 2784/79, της 12ης Δεκεμβρίου 1979, (ΕΕ ειδ. έκδ., τόμ. 02/08, σ. 8).
Σκοπός των κανονισμών αυτών είναι να εξασφαλιστεί η εφαρμογή, από την Κοινότητα, της συμφωνίας της Φλωρεντίας που καταρτίστηκε υπό την αιγίδα της UNESCO.
Το άρθρο 1 της συμφωνίας, που τέθηκε σε ισχύ το 1952, ορίζει:
«τα συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μην επιβάλλουν τελωνειακούς δασμούς ή άλλες επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή ή επ' ευκαιρία αυτής:
...
6)
... επί αντικειμένων επιστημονικού ... χαρακτήρος, τα οποία απαριθμούνται στα παραρτήματα ... Δ...».
Το παράρτημα Δ της συμφωνίας έχει περιλάβει, με ορισμένες επιφυλάξεις, «επιστημονικά όργανα και συσκευές που προορίζονται αποκλειστικά για εκπαιδευτικούς σκοπούς ή για καθαρή επιστημονική έρευνα».
Συνεπώς, για να διευκολύνει την ελεύθερη κυκλοφορία ιδεών και την επιστημονική έρευνα μέσα στην Κοινότητα, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό 1798/75, κατέστησε δυνατή την εισαγωγή στην Κοινότητα, απαλλαγμένη από τους δασμούς του κοινού δασμολογίου, ορισμένων αντικειμένων εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα. Ενώ το άρθρο 1 του κανονισμού 1798/75 ορίζει ότι ορισμένα από τα αντικείμενα αυτά εισάγονται ατελώς, ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου, οποιαδήποτε και αν είναι η χρήση για την οποία προορίζονται, το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι μια δεύτερη κατηγορία αντικειμένων πρέπει να προορίζεται είτε για ορισμένους δημόσιους ή κοινής ωφελείας οργανισμούς είτε για ορισμένους άλλους οργανισμούς ή ιδρύματα, εφόσον τους έχει αναγνωριστεί από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών το δικαίωμα να λαμβάνουν τα αντικείμενα αυτά ατελώς. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1798/75 προβλέπει ότι μια τρίτη κατηγορία επιστημονικών οργάνων και συσκευών, που δεν περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 και εισάγονται αποκλειστικά για εκπαιδευτικούς σκοπούς ή για καθαρή επιστημονική έρευνα, χορηγείται ατέλεια ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου, όταν:
«α)
(προορίζονται):

είτε για δημόσιους ή κοινής ωφελείας οργανισμούς που έχουν ως κύρια δραστηριότητα την εκπαίδευση ή την επιστημονική έρευνα, καθώς επίσης και για υπηρεσίες δημοσίου οργανισμού ή οργανισμού κοινής ωφελείας που έχουν ως κύρια δραστηριότητα την εκπαίδευση ή την επιστημονική έρευνα,

είτε για επιστημονικά ή εκπαιδευτικά ιδρύματα ιδιωτικού χαρακτήρος στα οποία έχει αναγνωριστεί από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών το δικαίωμα να λαμβάνουν τα αντικείμενα αυτά ατελώς,
και όταν
β)
όργανα ή συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας δεν κατασκευάζονται επί του παρόντος στην Κοινότητα.»
Το τελευταίο αυτό κριτήριο της ισοδύναμης επιστημονικής αξίας πρέπει να εκτιμηθεί σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, εδάφιο 2, του κανονισμού 1798/75,
«διά συγκρίσεως μεταξύ των χαρακτηριστικών και των ιδιαιτέρων γνωρισμάτων του οργάνου ή της συσκευής που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως ατελειας που αναφέρεται στο άρθρο 4 και εκείνων του αντιστοίχου οργάνου ή συσκευής που κατασκευάζεται στην Κοινότητα, για να προσδιοριστεί αν το τελευταίο τούτο δύναται να χρησιμοποιηθεί για τους ίδιους επιστημονικούς σκοπούς με εκείνους για τους οποίους προορίζεται το όργανο ή συσκευή που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως ατελειας και εάν δύναται να αποδώσει συγκρίσιμες με τις αναμενόμενες από το τελευταίο αυτό υπηρεσίες».
Για να τύχουν δασμολογικής ατέλειας, 6άσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1798/75, το ίδρυμα ή ο οργανισμός πρέπει να υποβάλουν αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 3195/75, προς την αρμόδια αρχή, παρέχοντας, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία:
«...
γ)
το σκοπούμενο προορισμό του οργάνου ή της συσκευής και τη χρήση στην οποία θα τεθεί,
...
η)
το όνομα ή την εμπορίκι'] επωνυμία και διεύθυνση της ή των κοινοτικών επιχειρήσεων με τις οποίες έχουν γίνει συζητήσεις, αποβλέπουσες στην προμήθεια οργάνου ή συσκευής επιστημονικής αξίας ισοδύναμης με εκείνη για την οποία ζητείται η ατέλεια, την έκβαση των συζητήσεων αυτών και, ανάλογα με την περίπτωση, τους λόγους για τους οποίους ένα όργανο ή μια συσκευή, που είναι διαθέσιμα μέσα στην Κοινότητα, δεν θα ήταν κατάλληλα για τη συγκεκριμένη έρευνα που πρόκειται να αναληφθεί.
Προς υποστήριξη της αιτήσεως πρέπει να επισυνάπτονται αποδεικτικά έγγραφα, παρέχοντα κάθε χρήσιμη πληροφορία για τα ειδικά τεχνικά χαρακτηριστικά του οργάνου ή της συσκευής».
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 3195/75, η αρμόδια εθνική αρχή αποφασίζει άμεσα επί της αιτήσεως σε όλες τις περιπτώσεις όπου τα στοιχεία που διαθέτει, ενδεχομένως δε κατόπιν διαβουλεύσεως με τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς κύκλους, είναι σε θέση να εκτιμήσει κατά πόσο υφίστανται ή όχι όργανα ή συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας, που κατασκευάζονται επί του παρόντος μέσα στην Κοινότητα. Διαφορετικά, η αίτηση για τη χορήγηση ατέλειας διαβιβάζεται στην Επιτροπή, η οποία ζητεί τη γνώμη των κρατών μελών και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, προσφεύγει σε ομάδα εμπειρογνωμόνων, προκειμένου να εξετάσουν την περίπτωση.
Αν από την εξέταση της Επιτροπής προκύψει ότι κατασκευάζονται στην Κοινότητα ισοδύναμες συσκευές, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση, με την οποία γνωστοποιείται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να τύχει ατέλειας η οικεία συσκευή. Στην αντίθετη περίπτωση, λαμβάνει απόφαση με την οποία δηλώνεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές. Η απόφαση της Επιτροπής γνωστοποιείται, εντός δύο εβδομάδων, σε όλα τα κράτη μέλη.
II — Περιστατικά και διαδικασία βάσει της εθνικής νομοθεσίας
Τον Αύγουστο του 1976, το αιτούν της κύριας δίκης, πανεπιστήμιο του Αμβούργου (εφεξής «το αιτούν»), εισήγαγε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μια ηλεκτρονική συσκευή ελέγχου και μετρήσεως, προελεύσεως Ηνωμένων Πολιτειών, ονομαζόμενη «Packard 2425 Tri-Carb Spectrometer».
Στην από 15 Αυγούστου του 1976 τελωνειακή διασάφηση, το αιτούν περιέγραψε το πρόγραμμα ερευνών ως εξής: «Μέτρηση της ραδιενέργειας στους ιστούς και στα οργανικά υγρά πειραματόζώων στο πλαίσιο μιας πειραματικής ανατομικής έρευνας, που αποβλέπει στην εντόπιση και στην ποσοτική διακρίβωση των χημικών διεργασιών μεταβολισμού του οργανισμού των θηλαστικών».
Όσον αφορά την επιστημονική — εκπαιδευτική ή μορφωτική αξία της συσκευής, το αιτούν έδοσε την εξής περιγραφή: «Ανίχνευση των ουσιών του μεταβολισμού στον οργανισμό, διά της χρησιμοποιήσεως βασικών συστατικών ραδιενεργώς ιχνηθετη-μένων που παρακολουθούνται με ακρίβεια μεγέθους μικρομορίου διά καθορισμού και μετρήσεως της ραδιενεργού διασπάσεως των ραδιενεργών ολιγοστοιχείων, φωτοηλεκτρική ενίσχυση των ωθήσεων των φαινομένων της ραδιενεργού διασπάσεως».
Το εμπόρευμα εκτελωνίστηκε αρχικά και τέθηκε σε ελεύθερη κυκλοφορία με δασμολογική ατέλεια, πλην όμως, με το από 16 Αυγούστου 1977 διορθωτικό, το αρμόδιο τελωνείο εισέπραξε δασμούς 5698,38 γερμανικών μάρκων, για το λόγο ότι συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας κατασκευάζονταν μέσα στην Κοινότητα.
Το αιτούν υπέβαλε ένσταση κατά του διορθωτικού, την οποία στήριξε σε έκθεση πραγματογνωμοσύνης του καθηγητή Garweg, του πανεπιστημίου του Αμβούργου. Στην από 13 Αυγούστου 1977 έκθεση του, ο καθηγητής Garweg ανάλυσε, σε εννιά σημεία, τις επιδόσεις που απαιτούνται από την εν λόγω συσκευή.
Οι τελωνειακές αρχές παρέπεμψαν το ζήτημα της ατέλειας στην Επιτροπή, η οποία, με τη σειρά της, το έθεσε στα κράτη μέλη. Η Γαλλία και οι Κάτω Χώρες απάντησαν αρνητικά και στις γνώμες τους επισύναψαν σχετικά έγγραφα για συσκευές κοινοτικής κατασκευής, τις οποίες θεώρησαν ότι έχουν ισοδύναμη επιστημονική αξία, καθώς και παρατηρήσεις και συγκρίσεις μεταξύ των συσκευών αυτών και της συσκευής που εισήγαγε το αιτούν.
Η περίληψη των πρακτικών της συνεδριάσεως της επιτροπής δασμολογικών ατελειών, στην οποία η Επιτροπή παρέπεμψε το θέμα, περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:
«5.
Φάκελος 015/78: Tri-Carb Liquid Scintillation Spectrometer, model 2425.
5.1
Για τη συσκευή που αναφέρεται στο φάκελο 015/78, η Γερμανία αρνήθηκε να χορηγήσει ατέλεια ..., αλλά ο χρησιμοποιών αυτή άσκησε προσφυγή κατά της αρνήσεως αυτής.
5.2
Η γαλλική αντιπροσωπεία αναφέρει ότι η εταιρεία Intertechnique ... κατασκευάζει ισοδύναμες συσκευές. Με τη δήλωση αυτή υπογραμμίζεται ότι η εταιρεία Intertechnique προέβαλε μη δυνάμενα να προσβληθούν επιχειρήματα όσον αφορά την ισοδύναμη αξία των συσκευών της.
5.3
Η ολλανδική αντιπροσωπεία αναφέρει την ύπαρξη των ακολούθων ισοδυνάμων συσκευών:
«ISOCAP 300» της εταιρείας Searle και «PW 4540» της εταιρείας Philips.
...
5.4
Η γερμανική αντιπροσωπεία αναφέρει ότι οι χρησιμοποιούντες αμφισβητούν την ισοδύναμη αξία των ολλανδικών συσκευών.
5.5
Συμπέρασμα:
μορφή της αποφάσεως που πρέπει να ληφθεί:

Αναγνώριση του επιστημονικού χαρακτήρα

Απόφαση ... (μη χορήγηση δασμολογικής ατέλειας, λόγω του ότι κατασκευάζονται προϊόντα μέσα στην Κοινότητα, ιδίως η συσκευή της Intertechnique).»
Εν συνεχεία, με την απόφαση της 78/851, της 5ης Οκτωβρίου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ., τόμ. 02/06, σ. 243), που απηύ9ηνε στα κράτη μέλη, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις παροχής δασμολογικής ατέλειας στο εισαχθέν εμπόρευμα. Οι κρίσιμες αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής έχουν ως εξής:
«...
εκτιμώντας:
ότι με την απόφαση της 23ης Μαΐου 1977 η Επιτροπή απέκλεισε εκ του ευεργετήματος της ατελειας ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου την επιστημονική συσκευή με την ονομασία «Packard 2425 Tri-Carb Spectrometer» με τηλεκτυπωτή λόγω του γεγονότος ότι συσκευές με ισοδύναμη επιστημονική αξία προς την εν λόγω συσκευή και κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν στις αυτές χρήσεις κατασκευάζονται στην Κοινότητα ·
...
ότι η γερμανική κυβέρνηση ζήτησε από την Επιτροπή να θέσει σε λειτουργία τη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 3 έως 7 του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3195/75 με σκοπό να αποφασίσει αν, προς το παρόν και σύμφωνα με την αναφερομένη ως άνω απόφαση της 23ης Μαΐου 1977, συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας με τη συσκευή με την ονομασία «Packard 2425 Tri-Carb Spectrometer» κατασκευάζονται στην Κοινότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές χρήσεις της που βασίζονται στη μέτρηση της ραδιενέργειας στους ιστούς και τα υγρά του σώματος των πειραματόζωων στα πλαίσια της ανατομικής πειραματικής έρευνας ·
...
ότι βάσει των πληροφοριών που συλλέχθηκαν στα κράτη μέλη, συσκευές ισοδυνάμου επιστημονικής αξίας με την εν λόγω συσκευή και κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν στις αυτές χρήσεις κατασκευάζονται επί του παρόντος στην Κοινότητα.»
Τέλος, η ένσταση του αιτούντος απορρίφθηκε ως αβάσιμη, με απόφαση της 7ης Μαΐου 1979 του Hauptzollamt Hamburg-Kehrwieder.
Εν συνεχεία, το αιτούν προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Finanzgericht του Αμβούργου, ισχυρισθέν ότι οι ολλανδικές και γαλλικές συσκευές που αναφέρθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας επαληθεύσεως για τους σκοπούς της ατέλειας, ήτοι η ISOCAP 300 της εταιρείας GD, Searle Nederland, η PW 4540 της εταιρείας Philips του Eindhoven και η SL 4000 της εταιρείας Intertechnique του Plaisir (Γαλλία), δεν είναι ισοδύναμες. Το πρόγραμμα ερευνών δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί με τέτοιες συσκευές. Το αιτούν διατύπωσε αμφιβολίες για το αν η Επιτροπή έλαβε επαρκώς υπόψη, στην απόφαση της, το σύνολο των υπό εξέλιξη ερευνών. Παρατήρησε ότι η απόφαση περιέχει μια γενική μόνο περιγραφή των εφαρμογών της συσκευής και ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε μια πιο λεπτομερή αιτιολογία.
Επικαλούμενο την απόφαση της Επιτροπής, το Hauptzollamt παρατήρησε ότι, δεδομένου ότι η απόφαση απηυ9ύνθηκε σε όλα τα κράτη μέλη, δέσμευε εξίσου και τη διοίκηση, οπότε το Hauptzollamt δεν είχε καμιά αρμοδιότητα να ελέγξει το βάσιμο της αποφάσεως.
Το Finanzgericht ζήτησε γνώμες από δύο εμπειρογνώμονες, προκειμένου να συγκρίνει τις εισαχθείσες συσκευές με τα προϊόντα που κατασκευάζονται μέσα στην Κοινότητα.
Στην πρώτη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, της 23ης Απριλίου 1980, ο καθηγητής Η. C Heinrich, του πανεπιστημίου του Αμβούργου, μεταξύ άλλων, ανέφερε:
«Στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης που μου ζητήθηκε να συντάξω “επί του ζητήματος αν φασματόμετρα που λειτουργούν διά σπινθηρογραφήσεως υγρών παρόμοιας ποιότητας, ιδίως από πλευράς αποτελεσματικότητας, τρόπου χειρισμού και εφαρμογών, με το Packard 2425 Tri-Carb Spectrometer, εισαγόμενο από τις ΗΠΑ, κατασκευάζονται μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα”, στο εν λόγω ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί απάντηση με ένα απλό “ναι” ή “όχι”.
Η επιστημονική αξία ενός συγκεκριμένου οργάνου μετρήσεως ακτινοβολίας (στην προκειμένη περίπτωση του φασματόμετρου δι' υγράς σπινθηρογραφήσεως) εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ικανότητας (specifications) κάθε τύπου συσκευής και από τη συγκεκριμένη εφαρμογή στην οποία τίθεται η συσκευή αυτή από τον επιστήμονα που τη χρησιμοποιεί.
(...) Από το 1954, με τις συσκευές της εταιρείας Packard έχει τεθεί το πρότυπο για τις επιδόσεις που μπορούν να επιτευχθούν στη δεδομένη κατάσταση της τεχνολογίας και επομένως γιά την επιστημονική αξία αυτής της αρχής μετρήσεως.
Οι πολυάριθμοι απομιμητές, οι οποίοι κατασκευάζουν φασματόμετρα που λειτουργούν διά σπινθηρογραφήσεως υγρών, δεν έχουν πετύχει, γενικά, μια παρεμφερή επιστημονική αξία για τα όργανά τους, από το 1960 περίπου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όλοι σχεδόν οι επιστήμονες του νοσοκομείου του πανεπιστημίου Eppendorf έχουν π.χ. προτιμήσει, ανεξάρτητα ο καθένας, το Packard Tri-Carb. (...)
Ένας από τους ουσιώδεις λόγους για τους οποίους δεν αγοράστηκαν ή δεν χρησιμοποιήθηκαν οι συσκευές της Isocap-300 και PW-4540 ήταν η κατώτερη επιστημονική τους αξία και η κακή φήμη των λίγων συσκευών των δύο αυτών τύπων, που είχαν εγκατασταθεί, όσον αφορά τις specifications που θα μπορούσαν να φθάσουν, και η έλλειψη οργανώσεως τοπικού service μετά την πώληση.
Το ίδρυμα μας μπόρεσε να πεισθεί συγκεκριμένα για την κατώτερη επιστημονική αξία του LSS-ISOCAP 300 της εταιρείας Searle επ' ευκαιρία μιας υπό δοκιμή εγκαταστάσεως που έγινε στις αρχές του 1975. Οι έλεγχοι μετρήσεως, στους οποίους προέβη ο δρ. Eckstein έδωσαν ένα απαράδεκτο αριθμό μη δυναμένων να χρησιμοποιηθούν αποτελεσμάτων και στατιστικά στοιχεία μετρήσεως μη δυνάμενα να αναπαραχθούν. (...)
Βέβαιη και οριστική εκτίμηση της επιστημονικής αξίας των επίδικων συσκευών, Packard 2425 Tri-Carb, Searle ISOCAP 300 και Philips PW 4540, είναι δυνατή μόνο αν ο χρησιμοποιών μετράει τα διαθέσιμα τυπικά δείγματα χαρακτηριζόμενα με τα στοιχεία 3 Η και14 C, του προκύπτουν στη δεδομένη επιστημονική εφαρμογή που αυτός εκτελεί, χρησιμοποιώντας κατ' άριστο τρόπο τις διαγραμμίσεις διόδων ενέργειας σε όλες τις συσκευές και αν αυτός υπολογίζει τις συνήθεις παραμέτρους επιδόσεως. Η άμεση αυτή σύγκριση θα δείξει εν συνεχεία κατά τρόπο αξιόπιστο αν οι προαναφερόμενες συσκευές έχουν την ίδια επιστημονική αξία και αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον ίδιο σκοπό ή όχι.
(...)»
Στη δεύτερη έκθεση πραγματογνωμοσύνης της 1ης Φεβρουαρίου 1982 (που διορθώθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1982) ο Dau του Institut für reine und angewandte Kernphysik, Chri-stian-Albrechts-Universität Kiel (ινστιτούτο καθαρής και εφηρμοσμένης πυρηνικής φυσικής) προέβη, μεταξύ άλλων, στις ακόλουθες παρατηρήσεις:
«Σνγκρισιμότητα
... σύγκριση της επιστημονικής αξίας των επιστημονικών συσκευών μπορεί να γίνει μόνο βάσει των συγκεκριμένων εφαρμογών του χρησιμοποιούντος. Καταρχήν, μια βέβαιη εκτίμηση μπορεί να γίνει μόνο με τη χρησιμοποίηση των προς σύγκριση συσκευών στο πλαίσιο των ίδιων ειδικών μετρήσεων και συγκρίνοντας τις επιδόσεις τους. Εντούτοις, στο είδος αυτό της πειραματικής συγκρίσεως δεν λαμβάνονται υπόψη:
α)
ο τρόπος κατά τον οποίο εισάγεται στην αγορά μια συσκευή ·
6)
η ποιότητα των υπηρεσιών συντηρήσεως καιεπιδιορθώσεως · και
γ)
κατά πόσο υφίσταται ήδη ή όχι μια σειρά του ιδίου τύπου συσκευών επί τόπου.
Τα στοιχεία αυτά είναι συχνά αποφασιστικής σημασίας κατά την αγορά της συσκευής.
...
Εκτίμηαη, επιονημονική αξία
Η σύγκριση κάλυψε τις συσκευές Packard 2425, Philips PW 4540, Berthold BF-5000, Intertechnique SL 4000, Searle ISOCAP 300.
Πιστεύω ότι η ISOCAP 300 είναι μια συσκευή που έχει παραχθεί στην Αμερική και όχι στα κράτη μέλη της Κοινότητας.
Η SL 4000 προσφέρεται στην αγορά από το 1977, αλλά δεν είμαι σε θέση να πω αν είχε ήδη διατεθεί στο εμπόριο το 1975 ή το 1976 (όταν είχε ληφθεί η απόφαση για την αγορά συσκευής). Από τις διερευνήσεις που έγιναν μέχρι τώρα, δεν προκύπτουν στοιχεία ότι η συσκευή αυτή ήταν ήδη στην αγορά.
...
Συγκρίνοντας τις συσκευές και λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες εφαρμογές του χρησιμοποιούντος, η συσκευή Packard 2425 ήταν, το 1976, ανώτερη από τις άλλες και είχε επομένως μεγαλύτερη επιστημονική αξία.
...»
Στην από 7 Ιουνίου 1982 έκθεση, ο Dau, μεταξύ άλλων, ανέφερε:
«Εκνίμηοη
Λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων εφαρμογών του χρησιμοποιούντος, η συσκευή Packard 2425 ήταν, το 1976, ανώτερη από τη συσκευή ISOCAP 300 και επομένως είχε μεγαλύτερη επιστημονική αξία.
Το Finanzgericht ανέβαλε την οριστική του απόφαση και υπέβαλε τα εξής προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο:
1)
Μία απόφαση της Επιτροπής που απευθύνεται στα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, εδάφιο 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3195/75 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1975, περί του ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο 6), του κανονισμού (ΕΟΚ) 1798/75 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουλίου 1975, για την ατελή εισαγωγή ορισμένου οργάνου ή συσκευής, αφορά άμεσα και ατομικά επίσης εκείνον τον οποίο εισήγαγε το όργανο ή τη συσκευή που αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως, οπότε το πρόσωπο αυτό μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως της Επιτροπής και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, από ποίου χρονικού σημείου και εντός ποιας προθεσμίας;
2)
Το πρόσωπο που αφορά μία απόφαση την οποία η Επιτροπή έλαβε σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, εδάφιο 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3195/75 μπορεί να προβάλει το παράνομο της αποφάσεως μόνον εντός της προθεσμίας των 2 μηνών που ορίζεται στο άρθρο 173, παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ με προσφυγή κατά της Επιτροπής, ή το παράνομο της αποφάσεως μπορεί να προβληθεί επίσης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο προσφυγής κατά του καθορισμού του δασμού, με τη συνέπεια ότι ενδεχομένως το ζήτημα του κύρους της αποφάσεως μπορεί να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από το εθνικό δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασίας περί εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως;
3)
Για την περίπτωση που το παράνομο της αποφάσεως μπορεί να προβληθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου: Είναι άκυρη η απόφαση 78/851/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 5ης Οκτωβρίου 1978, περί της συσκευής «Packard 2425 Tri-Carb Spectrometer» για το λόγο ότι παρόμοιες συσκευές, όπως περιγράφονται στην απόφαση της Επιτροπής, κατασκευάζονται μεν στην Κοινότητα, υπολείπονται όμως σε επίδοση έναντι της εισαχθείσης συσκευής, ιδιαιτέρως λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων εφαρμογών του χρησιμοποιούντος;
Με τη διάταξη του περί παραπομπής, το Finanzgericht παρατηρεί ότι η απόφαση 78/851/ΕΟΚ της Επιτροπής έχει απευθυνθεί προς τα κράτη μέλη. Προσθέτει, εν τούτοις, ότι αφορά επίσης άμεσα το πρόσωπο που εισήγαγε το εν λόγω εμπόρευμα. Κατά συνέπεια, το Finanzgericht αποκλίνει προς την άποψη ότι στο πρόσωπο αυτό πρέπει να αναγνωριστεί το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής δυνάμει του άρθρου 173. Όσον αφορά την προθεσμία ασκήσεως προσφυγής, προσθέτει ότι το άρθρο 81, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου ορίζει ότι η προθεσμία αρχίζει να τρέχει τη 15η ημέρα μετά τη δημοσίευση της πράξεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, πλην όμως αμφιβάλλει κατά πόσο η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής ισχύει επίσης για τα πρόσωπα που δεν ορίζεται ρητώς ότι είναι αποδέκτες της αποφάσεως της Επιτροπής.
Το Finanzgericht θεωρεί ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής δεν μπορούν να προσβληθούν μετά την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής. Το πράγμα θα είχε διαφορετικά σε περίπτωση ακυρότητας, για
την οποία δεν υπάρχει καμιά απόδειξη στην προκειμένη περίπτωση. Εντούτοις, το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν απευθύνθηκε ρητώς στο αιτούν, το οποίο επομένως δεν ήταν δυνατό να λάβει γνώση αυτής, αντιβαίνει στην άποψη ότι το αιτούν οφείλει να προσβάλει την εν λόγω απόφαση. Η σχέση μεταξύ της διαδικασίας προσφυγής του άρθρου 173 της συνθήκης και της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του άρθρου 177 πρέπει να προσδιοριστεί κατ' αυτό τον τρόπο, ώστε να εμποδίζεται η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, αν το σχετικό ζήτημα ήταν δυνατό να έχει ήδη επιλυθεί με τη διαδικασία του άρθρου 173.
Το Finanzgericht έχει τη γνώμη ότι, κατά το μέτρο που δεν είναι δυνατό να γίνει επίκληση ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου της ακυρότητας, το δικαστήριο αυτό οφείλει να απορρίψει την προσφυγή που αποβλέπει στην ακύρωση του καθορισμού τελωνειακού δασμού, όταν δεν υπάρχει καμιά ένδειξη που να επιτρέπει τη σκέψη ότι η απόφαση της Επιτροπής είχε ληφθεί παράνομα. Εντούτοις, αν υπάρχουν ενδείξεις περί του μη νόμιμου χαρακτήρα, το εθνικό δικαστήριο μπορεί ή, ανάλογα με την περίπτωση, οφείλει να ζητήσει προδικαστική απόφαση από το Δικαστήριο βάσει του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ. Το Finanzgericht θεωρεί ότι, το ίδιο, κωλύεται να αναγνωρίσει το παράνομο ή το ανίσχυρο της αποφάσεως της Επιτροπής. Η απόφαση αυτή εναπόκειται στο Δικαστήριο, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που ακολουθείται.
Όσον αφορά το ζήτημα της ισοδύναμης επιστημονικής αξίας, το Finanzgericht παρατηρεί ότι οι δύο εμπειρογνώμονες, ήτοι ο Heinrich και ο Dau, κατέληξαν στο συμπέρασμα — διαφορετικό από το της Επιτροπής — ότι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων εφαρμογών του χρησιμοποιούντος, καμιά συσκευή, κατασκευαζόμενη μέσα στην Κοινότητα, δεν έχει ισοδύναμη αξία με εκείνη της συσκευής Packard τύπος 2425. Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 1978 (Universiteitskliniek Utrecht, 72/77, Sig. σ. 189), η επιστημονική αξία ενός εμπορεύματος εξαρτάται αποκλειστικά από τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά του. Δεν είναι δυνατό να χωρέσει καμιά αμφιβολία ότι η επιστημονική αξία δεν έχει καμιά σχέση με τις διαφορές τιμής ή με τις διευκολύνσεις απλώς και μόνο του εξοπλισμού ή της χρήσεως, αλλά η ισοδύναμη αξία του κοινοτικού προϊόντος παρουσιάζεται αμφίβολη, αν δεν παρέχει μετρήσεις τόσο ακριβείς όπως εκείνες που παρέχει η εισαγόμενη συσκευή. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι εν λόγω συσκευές αποκτώνται για την πραγματοποίηση πάρα πολύ εξειδικευμένων σχεδίων έρευνας. Κατά την άποψη του Finanzgericht, ο κανόνας που θέτει ο κανονισμός 1758/75, ότι το επιστημονικό υλικό πρέπει, καταρχήν, να απαλλάσσεται από τελωνειακούς δασμούς, θα καθίστατο κενό περιεχομένου αν, ενόψει του γενικά υψηλού τεχνικού επιπέδου που υπάρχει μέσα στην Κοινότητα, η ρήτρα περί προστασίας των κοινοτικών συμφερόντων επρόκειτο να ερμηνευ9εί πάρα πολύ ευρέως υπέρ κοινοτικών προϊόντων που παρουσιάζουν κατώτερες επιδόσεις.
Σύμφωνα με το άρ9ρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές προτάσεις κατέθεσαν η δανική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Mikaelsen, νομικό σύμβουλο του υπουργείου εξωτερικών, και η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο, Α. Prozzillo, επικουρούμενο από τον J. Grunwald, μέλος της νομικής της υπηρεσίας.
Μετά από έκθεση του εισηγητή δικαστή και ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας, αφού έθεσε στην Επιτροπή τα ερωτήματα.
III — Γραπτές παρατηρήσεις
1. Επί τον πρώτον και δεύτερον ερωτήματος
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, η δανική κυβέρνηση συμφωνεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα το αιτούν, δεδομένου ότι η αρνητική απόφαση της Επιτροπής δεν αφήνει στο κράτος μέλος καμιά διακριτική ευχέρεια αντίθετα ·, το υποχρεώνει να λάβει, έναντι του αιτούντος, μια απόφαση με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Όπως προκύπτει από το ιστορικό της υποθέσεως, ότι η απόφαση της Επιτροπής ελήφθη αφού είχε υποβληθεί ειδική αίτηση του αιτούντος προς τις γερμανικές αρχές, η ολλανδική κυβέρνηση φρονεί εξάλλου ότι, για το λόγο αυτό, η απόφαση την αφορά ατομικά. Το γεγονός ότι η απόφαση απευθύνεται σε όλα τα κράτη μέλη δεν της αφαιρεί εντούτοις τον ατομικό χαρακτήρα της σε σχέση με το αιτούν, διότι, αφενός, η εκτίμηση που πρόκειται να γίνει μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου και, αφετέρου, πρέπει να γίνει βάσει των συγκεκριμένων αναγκών τις οποίες η εν λόγω συσκευή αναμένεται να ικανοποιήσει. Εντούτοις, πρέπει να γίνει μια επιφύλαξη, ήτοι ότι στο πρώτο ερώτημα μπορεί να δοθεί οριστική απάντηση, μόνο στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης ενώπιον του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 173 της συνθήκης.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα, η δανική κυβέρνηση παρατηρεί πρώτον ότι το άρθρο 177 της συνθήκης απονέμει στο Δικαστήριο δικαιοδοσία να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις επί της ισχύος των πράξεων των κοινοτικών οργάνων, χωρίς να καθορίζει προς τούτο περιορισμό. Το άρθρο 177 προϋποθέτει ότι το ζήτημα της ισχύος των πράξεων των κοινοτικών οργάνων μπορεί να ανακύψει ανά πάσα στιγμή ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους και ενδέχεται να καταστεί αναγκαία μία απόφαση επί του ζητήματος αυτού, για να μπορέσει το εθνικό δικαστήριο να εκδώσει την απόφαση του. Αυτή η δυνατότητα, καθώς επίσης το γεγονός ότι η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 177 της συνθήκης αποβλέπει στην ικανοποίηση των αναγκών των εθνικών δικαστηρίων, υπογραμμίστηκε με την από 12 Οκτωβρίου 1978 απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση 156/77 (Επιτροπή κατά Βελγίου, Slg. 1978, σ. 1881). Γι' αυτό και μόνο το λόγο, η δανική κυβέρνηση πιστεύει ότι είναι δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το αιτούν μπορεί να προσβάλει την ισχύ της εν λόγω αποφάσεως.
Εξάλλου, η εν λόγω απόφαση έχει διατυπωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε μόνο τα κράτη μέλη, τα οποία μετέσχαν στις διαπραγματεύσεις της ομάδας εμπειρογνωμόνων, είναι σε θέση να εκτιμήσουν την ισχύ της. Η δανική κυβέρνηση θεωρεί επομένως εύλογο ότι το θεσμικό όργανο που ζήτησε την ατελή εισαγωγή εμπορεύματος μπορεί να περιμένει την απόφαση των εθνικών αρχών, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είχε ληφθεί παρά μετά από αρκετούς μήνες αφότου παρήλθε η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής για την αναγνώριση της ακυρότητας ενώπιον του Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, η δανική κυβέρνηση προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο ερώτημα ότι η ισχύς των αποφάσεων μπορεί επίσης να προβληθεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, οπότε το τελευταίο μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα της ισχύος μιας αποφάσεως στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.
Η Επιτροπή φρονεί ότι είναι άσκοπη μια ρητή απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα. Κατά το μέτρο που αυτά αφορούν το παραδεκτό της προκειμένης παραπομπής, στα ερωτήματα αυτά θα δοθεί απάντηση παρεμπιπτόντως κατά την εξέταση της ουσίας της υποθέσεως. Κατά το μέτρο που τα ερωτήματα εκφεύγουν από το πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, και καθόσον έχουν εφαρμογή, in abstracto, επί του προβλήματος του παραδεκτού, δεν χρειάζεται να τύχουν απαντήσεως, δεδομένου ότι δεν είναι αναγκαία για την απόφαση στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως απαιτείται από το άρθρο 177 της συνθήκης. Εντούτοις, η Επιτροπή παρατηρεί ότι μπορεί να υπάρξει κάποια αμφιβολία ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 177, δεδομένου ότι στην ουσία το εθνικό δικαστήριο επιδιώκει απόφαση επί της ισχύος μιας κοινοτικής πράξεως, η οποία μπορεί να προσβληθεί μόνο με προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 173, παράγραφος 2, της συνθήκης. Η Επιτροπή θεωρεί πάντως ότι, ακόμη και αν μια τέτοια προσφυγή ακυρώσεως ήταν παραδεκτή, τότε, το γεγονός ότι δεν ασκήθηκε καμιά προσφυγή βάσει του άρθρου 173 δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το παραδεκτό της παρούσας αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Ο ισχυρισμός περί του αντιθέτου θα σήμαινε ότι το άρθρο 177 εξαρτάται από το άρθρο 173 μια τέτοια σχέση όχι μόνο δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στο γράμμα των διατάξεων αυτών, αλλά θα υποχρέωνε επίσης το εθνικό δικαστήριο, προτού ζητήσει την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 177, να επιλύσει, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα που συνίσταται στο να προσδιοριστεί αν ένας από τους διαδίκους μπόρεσε ή όφειλε να προσβάλει την κοινοτική πράξη δυνάμει του άρθρου 173, παράγραφος 2. Για να αποφανθεί στο προδικαστικό αυτό ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να κάνει χρήση της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 177 και το Δικαστήριο θα όφειλε τότε να επιλύσει μόνο ένα υποθετικό ερώτημα που ανέκυψε κατά το παρελθόν, διαδικασία που θα αντέβαινε σε όλες τις αρχές της οικονομίας της δίκης. Προς αποφυγή αυτής της «ενδιάμεσης» διαδικασίας βάσει του άρθρου 177, το εθνικό δικαστήριο 9α μπορούσε να σκεφθεί να υποβάλει στο Δικαστήριο, με την ίδια παραπομπή βάσει του άρθρου 177, πρώτον, το ερώτημα περί του παραδεκτού και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, την ουσία της διαφοράς εν συνεχεία. Αλλά το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο: το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει εκ νέου την ουσία της υποθέσεως για να μπορέσει να αποφανθεί κατά πόσο ήταν δυνατό να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 173 κατά το παρελθόν.
Εξάλλου, πρώτον, πιστεύεται ότι το να εμποδιστεί η διαδικασία του άρθρου 177 9α οδηγούσε σε κύμα αγωγών - προσφυγών προληπτικού χαρακτήρα, το πλείστον των οποίων 9α ήταν απαράδεκτες και αβάσιμες. Δεύτερον, αν το ζήτημα του κατά πόσον η ισχύς μιας πράξεως μπορεί να εξεταστεί βάσει του άρθρου 177 εξηρτάτο από το αν είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως, τότε, κατά μείζονα λόγο, η διαδικασία βάσει του άρθρου 177 θα ήταν απαράδεκτη!, αν μια πράξη δεν μπορεί να προσβληθεί ούτε βάσει του άρθρου 173. Στην αντίστροφη περίπτωση, πρόσωπα στα οποία το άρθρο 173 απονέμει ρητώς το δικαίωμα προσφυγής 9α είχαν αυτό το δικαίωμα μόνο για δύο μήνες, ενώ τα πρόσωπα εκείνα που δεν δικαιούνται να ασκήσουν προσφυγή βάσει του άρθρου 173 θα μπορούσαν να φέρουν το θέμα στο Δικαστήριο βάσει του άρ9ρου 177, χωρίς χρονικό περιορισμό. Επομένως, φαίνεται ότι η θεωρία της επικουρικότητας, με την οποία επιδιώκεται να συνδεθούν τα άρθρα 173 και 177 κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, οδηγεί σε παραλογισμούς, έστω και αν υποτεθεί ότι οι συλλογισμοί αυτοί είναι ορθοί.
Εκτός αυτού, υποθέτοντας ότι η θεωρία της επικουρικότητας είναι ορθή, το απαράδεκτο της απευθείας προσφυγής θα έπρεπε να εξεταστεί από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το άρ3ρο 92 του κανονισμού διαδικασίας, ως αρνητική προϋπόθεση του παραδεκτού μιας αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Εντούτοις, απ' όσα γνωρίζει η Επιτροπή, το Δικαστήριο ουδέποτε έχει προβεί σε μια τέτοια εξέταση, επί διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, και ούτε έχει υπαινιχθεί ότι αυτό είναι ανγκαίο.
2. Επί τον νρίτον ερωτήματος
Η Επιτροπή παρατηρεί ότι από το άρθρο 3, παράγραφος 3, περίπτωση δευτέρα, του κανονισμού 1798/75 προκύπτει ότι η εκτίμηση της ισοδυναμίας δεν συνίσταται σε μια αφηρημένη τεχνική σύγκριση των συσκευών μεταξύ τους, αλλά βασίζεται αποκλειστικά στο κατά πόσο με μια συσκευή μπορούν να γίνουν οι απαιτούμενες επιστημονικές εργασίες και κατά πόσο οι επιδόσεις της είναι συγκρίσιμες με εκείνες που αναμένονται από συσκευή που κατασκευάζεται σε μια τρίτη χώρα.
Η επίκριση του αιτούντος στρέφεται, στην πραγματικότητα, αποκλειστικά στις επιδόσεις των συσκευών που κατασκευάζονται μέσα στην Κοινότητα, οι οποίες, σύμφωνα με την από 13 Οκτωβρίου 1977 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που προσκόμισε το αιτούν, είναι κατώτερες, σε εννιά σημεία, από εκείνες της Packard. Επομένως, πρέπει να προσαφθεί στις ανταγωνιστικές κοινοτικές συσκευές ότι δεν μπορούν να παράσχουν παρεμφερείς υπηρεσίες με εκείνες που αναμένονται από τη συσκευή που εισήγαγε το αιτούν. Η Επιτροπή δεν μπορεί πάντως να αποδεχθεί τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε προς εξέταση της ισοδυναμίας, διότι κατά τη μέθοδο αυτή δεν λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, περίπτωση τρίτη του κανονισμού 1798/75 για την εκτίμηση της ισοδύναμης επιστημονικής αξίας. Αντί να συγκρίνει τις ανταγωνιστικές συσκευές υπό το πρίσμα της επιστημονικής εργασίας που πρέπει να συντελεστεί και εν συνεχεία να εκτιμήσει τις αντίστοιχες επιδόσεις τους, η από 13 Οκτωβρίου 1977 έκθεση προσπαθεί να δώσει την εντύπωση ότι τα τεχνικά χαρακτηριστικά και οι δυνατότητες της συσκευής Packard 2425 Tri-Carb Spectrometer ενυπάρχουν, ούτως ειπείν, στα μελετώμενα φυσικά φαινόμενα. Αντίθετα, η απόφαση της Επιτροπής ελήφθη έχοντας υπόψη τη χρήση και το συγκεκριμένο σκοπό που επιδιώκεται στην παρούσα περίπτωση. Όλοι όσοι έλαβαν μέρος στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως ήταν ενήμεροι για τη χρήση στην οποία προοριζόταν η συσκευή και για τις αντιρρήσεις του αιτούντος σχετικά με τα ανταγωνιστικά προϊόντα που κατασκευάζονται μέσα στην Κοινότητα.
Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1978 ελήφθη αφού ακούστηκαν τα επιχειρήματα του αιτούντος και 6άσει της ομόφωνης γνώμης ομάδας αρμόδιων εμπειρογνωμόνων. 'Ελαβε την απόφαση της βάσει των τεχνικών εκτιμήσεων των εμπειρογνωμόνων, αφού στάθμισε όλα τα επιχειρήματα και αφού τήρησε όλους τους κανόνες διαδικασίας. Ως απόφαση αφορώσα την ισοδύναμη επιστημονική αξία των τεχνικών συσκευών, η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί, μετά τη συλλογή όλων των δεδομένων, πληροφοριών και γνωμών, πράξη εκτιμήσεως. Η εκτίμηση αυτή ανατέθηκε στην Επιτροπή δυνάμει του κοινοτικού δικαίου · δεν μπορεί να τη μεταβιβάσει ούτε να απεκδυθεί με κανένα τρόπο αυτής. Μια τέτοια όμως εκτίμηση είναι δυνατή μόνο αν η Επιτροπή διαθέτει — έστω και σε περιορισμένα όρια — ορισμένα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας. Θα επρόκειτο για κακή χρήση εξουσίας, αν η Επιτροπή ελάμβανε την απόφαση της βάσει ανακριβών ή ατελών δεδομένων, αν υιοθετούσε ξένες σκέψεις ή αν. δεν είχε συμμορφωθεί με τους κανόνες διαδικασίας, πλην όμως κανένα από τα συστατικά στοιχεία μιας τέτοιας κακής χρήσεως εξουσίας δεν υφίσταται εν προκειμένω.
Κατά συνέπεια, κανένας από νομικής πλευράς ψόγος δεν μπορεί να προσαφθεί κατά της ισχύος της αποφάσεως της 5ης Οκτωβρίου 1978.
Επί πλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, αντίθετα προς τα όσα προτείνει ο δρ. Dau, ήτοι ότι η συσκευή ISOCAP 300 κατασκευάζεται στις ΗΠΑ, ένας αρμόδιος εμπειρογνώμονας της πρώην κατασκευάστριας Searle επιβεβαίωσε ότι η συσκευή κατασκευάζεται τόσο στην Κοινότητα (Κάτω Χώρες) όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο τρίτο ερώτημα:
«Εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων δεν αποκάλυψε κανένα στοιχείο δυνάμενο να θίξει την ισχύ της από 5 Οκτωβρίου 1978 αποφάσεως της Επιτροπής (78/851/ΕΟΚ).»
IV — Προφορική διαδικασία
Κατά τη συνεδρίαση της 17ης Μαΐου 1983, η Επιτροπή ανέπτυξε με τον J. Grunwald, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον εμπειρογνώμονα Naezer, τις προφορικές της παρατηρήσεις και απάντησε σε ερωτήματα του Δικαστηρίου.
Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι οι παρατηρήσεις της επί των δύο πρώτων ερωτημάτων του παραπέμποντος δικαστηρίου πρέπει να εννοηθούν ως αφορώντα μόνο την εν προκειμένω κατάσταση, κατά την οποία η αιτούσα δεν είναι ο αποδέκτης της αποφάσεως της Επιτροπής, τη δε απόφαση ακολούθησε μια εθνική απόφαση.
Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιουνίου 1983.
Σκεπτικό

1
Με διάταξη της 20ής Ιουλίου 1982, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Αυγούστου του ίδιου έτους, το Finanzgericht του Αμβούργου υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία, αφενός, των άρθρων 173 και 177 της συνθήκης και, αφετέρου, των κανονισμών 1798/75 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουλίου 1975, περί της ατελούς, ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου, εισαγωγής αντικειμένων εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα (ΕΕ ειδ. έκδ., τόμ. 02/02, σ. 87) και 3195/75 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1975, περί θεσπίσεως εκτελεστικών διατάξεων του κανονισμού 1798/75 (JO L 316, 1975, σ. 17).

2
Τα ερωτήματα αυτά υποβλήθηκαν στο πλαίσιο προσφυγής που άσκησε το πανεπιστήμιο του Αμβούργου κατά της αρνήσεως των γερμανικών τελωνειακών αρχών να χορηγήσουν ατέλεια για την εισαγωγή μιας ηλεκτρονικής συσκευής ελέγχου και μετρήσεως, ονομαζόμενης «Packard 2425 Tri-Carb Spectrometer», προερχόμενης από τις Ηνωμένες Πολιτείες και προοριζόμενης, από το πανεπιστήμιο, για τη «μέτρηση της ραδιενέργειας στους ιστούς και στα οργανικά υγρά πειραματόζωων στο πλαίσιο μιας πειραματικής ανατομικής έρευνας, που αποβλέπει στην εντόπιση και στην ποσοτική διακρίβωση των χημικών διεργασιών μεταβολισμού του οργανισμού των θηλαστικών».

3
Από το φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι οι γερμανικές αρχές απηύθυναν στην Επιτροπή το αίτημα του πανεπιστημίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των προαναφερθέντων κανονισμών. Με την απόφαση της 78/851, της 5ης Οκτωβρίου 1978 (JO 273, σ. 30), που απευθύνθηκε σε όλα τα κράτη μέλη, η Επιτροπή κατέστησε γνωστό ότι οι προϋποθέσεις παροχής ατέλειας, που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β, του προαναφερθέντος κανονισμού 1798/75, δεν επληρούντο λόγω του ότι συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας προς την εν λόγω συσκευή και δυνάμενες να τεθούν στην ίδια ειδική χρήση κατασκευάζονταν μέσα στην Κοινότητα. Μετά την απόφαση αυτή, οι γερμανικές αρχές απέρριψαν οριστικά, στις 7 Μαΐου 1979, την αίτηση του πανεπιστημίου.

4
Κατά τη διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, το πανεπιστήμιο ισχυρίστηκε ότι οι συσκευές που κατασκευάζονται μέσα στην Κοινότητα δεν ήταν ισοδύναμες με την αμερικανική συσκευή, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών αναγκών της έρευνας που περιγράφεται στην αίτηση του. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Finanzgericht του Αμβούργου υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:
1)
Μία απόφαση της Επιτροπής που απευθύνεται στα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, εδάφιο 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3195/75 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1975, περί του ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο 6, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1798/75 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουλίου 1975, για την ατελή εισαγωγή ορισμένου οργάνου ή συσκευής, αφορά άμεσα και ατομικά επίσης εκείνον ο οποίος εισήγαγε το όργανο ή τη συσκευή που αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως, οπότε το πρόσωπο αυτό μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως της Επιτροπής και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, από ποίου χρονικού σημείου και εντός ποιας προθεσμίας;
2)
Το πρόσωπο που αφορά μία απόφαση, την οποία η Επιτροπή εξέδωσε σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, εδάφιο 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3195/75, μπορεί να προβάλει το παράνομο της αποφάσεως μόνον εντός της προθεσμίας των 2 μηνών που ορίζεται στο άρθρο 173, παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ με προσφυγή κατά της Επιτροπής, ή το παράνομο της αποφάσεως μπορεί να προβληθεί επίσης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο προσφυγής κατά του καθορισμού του δασμού, με τη συνέπεια ότι ενδεχομένως το ζήτημα του κύρους της αποφάσεως μπορεί να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από το εθνικό δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασίας περί εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως;
3)
Στην περίπτωση που το παράνομο της αποφάσεως μπορεί να προβληθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου: Είναι άκυρη η απόφαση 78/851/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 5ης Οκτωβρίου 1978, περί της συσκευής «Packard Tri-Carb Spectrometer» για το λόγο ότι παρόμοιες συσκευές, όπως περιγράφονται στην απόφαση της Επιτροπής, κατασκευάζονται μεν στην Κοινότητα, υπολείπονται όμως σε επίδοση έναντι της εισαχθείσας συσκευής, λαμβανομένων ιδιαιτέρως υπόψη των συγκεκριμένων εφαρμογών του χρησιμοποιούντος;
Επί των δύο πρώτων ερωτημάτων

5
Με τα ερωτήματα αυτά, το εθνικό δικαστήριο ζητεί, στην ουσία, να πληροφορηθεί αν, λόγω του γεγονότος ότι δεν έχει ασκηθεί προσφυγή δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, κατά αποφάσεως της Επιτροπής, όπως η προκείμενη, εντός των προθεσμιών του τρίτου εδαφίου του ίδιου άρθρου, το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που αφορά η απόφαση αυτή κωλύονται, κατά το κοινοτικό δίκαιο, να επικαλεστούν το ανίσχυρο αυτής σε διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Για την επίλυση του προβλήματος αυτού, πρέπει να εξεταστεί η διαδικασία που θεσπίστηκε με τους προαναφερθέντες κανονισμούς.

6
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 3195/75, η αίτηση χορηγήσεως ατέλειας πρέπει να υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το εν λόγω επιστημονικό ίδρυμα. Κατά το άρθρο 4, η εθνική αυτή αρχή αποφαίνεται αμέσως επί της αιτήσεως σε όλες τις περιπτώσεις όπου τα στοιχεία των πληροφοριών που διαθέτει της επιτρέπουν να εκτιμήσει κατά πόσο υφίστανται ή όχι συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας κατασκευαζόμενες ήδη στην Κοινότητα. Επομένως, μόνο αν η εθνική αρχή φρονεί ότι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει η ίδια το ζήτημα αυτό, υποχρεούται να προσφύγει στην Επιτροπή, το κοινοτικό δε δίκαιο δεν απαιτεί να ενημερώνεται ο αιτών γι' αυτό.

7
Η απόφαση που εξέδωσε η Επιτροπή απευθύνεται σε όλα τα κράτη μέλη. Επομένως, δυνάμει του άρθρου 191 της συνθήκης, πρέπει να κοινοποιηθεί στα κράτη αυτά, γίνεται δε ενεργός με την εν λόγω κοινοποίηση. Αντίθετα, δεν χρειάζεται να κοινοποιηθεί στον αιτούντα την ατέλεια και δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των πράξεων των οποίων η συνθήκη απαιτεί τη δημοσίευση. Ακόμη και αν, όπως συνήθως, η απόφαση δημοσιεύτηκε πράγματι στην Επίσημη Εφημερίδα των Κοινοτήτων, η διατύπωση της δεν επιτρέπει κατ' ανάγκη στον αιτούντα να διαπιστώσει ότι είχε εκδοθεί επ' ευκαιρία της διαδικασίας που αυτός είχε κινήσει.

8
Δεδομένου ότι η απόφαση δεσμεύει τα κράτη μέλη, η εθνική αρχή οφείλει, σε περίπτωση αρνητικής αποφάσεως της Επιτροπής, να απορρίψει την αίτηση παροχής ατέλειας, το κοινοτικό όμως δίκαιο δεν την υποχρεώνει να αναφέρεται στην απόφαση της Επιτροπής η πράξη απορρίψεως της αιτήσεως · εξάλλου, όπως αποδεικνύεται στην παρούσα περίπτωση, η πράξη αυτή μπορεί να εκδοθεί με ορισμένη χρονική απόσταση από τη δημοσίευση της εν λόγω αποφάσεως.

9
Τέλος, όπως ορθά υπέμνησε το Finanzgericht, το εν λόγω επιστημονικό ίδρυμα οφείλει, προκειμένου να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της συνθήκης, να αποδείξει ότι η απόφαση αυτή το αφορά άμεσα και ατομικά.

10
Υπό τις περιστάσεις αυτές, η απόρριψη της αιτήσεως του επιστημονικού ιδρύματος από την εθνική αρχή αποτελεί τη μόνη πράξη που έπρεπε να απευθυνθεί απευθείας προς αυτό, της οποίας έπρεπε κατ' ανάγκη να λάβει γνώση εγκαίρως και την οποία μπορεί το ίδρυμα αυτό να προσβάλει δικαστικώς χωρίς να συναντήσει δυσχέρειες στην απόδειξη του έννομου συμφέροντός του. Σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου, έκφραση της οποίας αποτελεί το άρθρο 184 της συνθήκης ΕΟΚ, ο αιτών πρέπει να έχει τη δυνατότητα, στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο κατά της απορρίψεως της αιτήσεώς του, να προτείνει την παρανομία της αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία αποτελεί το έρεισμα της εθνικής αποφάσεως που ελήφθη εις 6άρος του.

11
Η διαπίστωση αυτή αρκεί για να δοθεί απάντηση που μπορεί να διαλύσει τις αμφιβολίες τις οποίες διατύπωσε το εθνικό δικαστήριο, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να λάβει θέση το Δικαστήριο στο ευρύτερο πρόβλημα των γενικών σχέσεων μεταξύ των άρθρων 173 και 177 της συνθήκης, ούτε να δοθεί χωριστή απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

12
Επομένως, στα δύο πρώτα ερωτήματα του Finanzgericht προσήκει η απάντηση ότι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που αφορά μια απόφαση που εκδίδεται από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού 3195/75, μπορούν να προβάλουν την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο προσφυγής κατά του καθορισμού του δασμού, με συνέπεια να μπορεί το θέμα του κύρους της αποφάσεως να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.
Επί του τρίτου ερωτήματος

13
Με το ερώτημα αυτό το Finanzgericht ζητεί να πληροφορηθεί αν η προαναφερθείσα απόφαση 78/851 είναι ανίσχυρη, για το λόγο ότι παρόμοιες συσκευές, κατασκευαζόμενες στην Κοινότητα, υπολείπονται σε επίδοση έναντι της εισαχθείσας συσκευής, λαμβανομένων ιδιαιτέρως υπόψη των συγκεκριμένων εφαρμογών του χρησιμοποιούντος.

14
Πρέπει σχετικά να υπογραμμιστεί πρώτον ότι με τους εν λόγω κανονισμούς επιδιώκεται η εξασφάλιση εμπεριστατωμένης εξετάσεως των αιτήσεων που επιλαμβάνεται η Επιτροπή, εναντίον των οποίων ένα ή περισσότερα κράτη έχουν εκφράσει δυσμενή γνώμη. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του παροαναφερθέντος κανονισμού 3195/75, η εξέταση αυτή γίνεται από εμπειρογνώμονες όλων των κρατών μελών, οι οποίοι συνέρχονται στο πλαίσιο της επιτροπής δασμολογικών ατελειών, έχουν στη διάθεση τους όχι μόνο την αίτηση, αλλά και τα σχετικά τεχνικά έγγραφα και προβαίνουν σε σύγκριση των εν λόγω συσκευών, λαμβάνοντας υπόψη την ειδική χρήση στην οποία πρόκειται να δέσει ο εισαγωγέας την εισαγόμενη συσκευή. Δοθέντος του τεχνικού χαρακτήρα της εξετάσεως αυτής το Δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει το περιεχόμενο μιας αποφάσεως που έλαβε η Επιτροπή σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής δασμολογικών απαλλαγών, παρά μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης περί τα πράγματα ή το δίκαιο ή σε περίπτωση καταχρήσεως εξουσίας.

15
Εξάλλου, πρέπει να σημειωβεί ότι η ισοδυναμία των εν λόγω συσκευών πρέπει να εκτιμάται, όχι μόνο βάσει των τεχνικών προδιαγραφών των συσκευών αυτών που ο χρησιμοποιών έχει χαρακτηρίσει με την αίτηση του ως απαραίτητες για την έρευνα του, αλλά, κυρίως, βάσει αντικειμενικής εκτιμήσεως των δυνατοτήτων των συσκευών προς πραγματοποίηση πειραμάτων για τα οποία ο χρησιμοποιών προορίζει την εισαγόμενη συσκευή. Οι πραγματογνωμοσύνες τις οποίες διέταξε το εθνικό δικαστήριο στην παρούσα περίπτωση βασίζονται στις τεχνικές προδιαγραφές που αναφέρει το πανεπιστήμιο, χωρίς να εξετάζεται αν απαιτούνται σε σχέση με τις ανάγκες που προκύπτουν από τη σχεδιαζόμενη έρευνα · περιέχουν ρητές επιφυλάξεις, σύμφωνα με τις οποίες δεν μπορεί να δια-τυπωβεί αδιαμφισβήτητη κρίση για την επιστημονική αξία των εν λόγω συσκευών, παρά αφού χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο του επιδιωκόμενου επιστημονικού σκοπού και αφού γίνει σύγκριση των επιδόσεων τους. Από αυτό προκύπτει ότι οι εν λόγω πραγματογνωμοσύνες δεν αρκούν προς απόδειξη της υπάρξεως πρόδηλης πλάνης πλήττουσας το κύρος της επίδικης αποφάσεως.

16
Δεδομένου ότι ο φάκελος της υποθέσεως δεν περιέχει άλλα στοιχεία, από τα οποία δα μπορούσε να προκύψει η ύπαρξη τέτοιας πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας, στο τρίτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι από την εξέταση του Δικαστηρίου δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της αποφάσεως 78/851 της Επιτροπής, της 5ης Οκτωβρίου 1978.
Επί των δικαστικών εξόδων

17
Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση του Βασιλείου της Δανίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, έναντι των διαδίκων της κύριας δίκης, το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.  
Διά ταύτα
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που υπέβαλε το Finanzgericht του Αμβούργου, με την από 20 Ιουλίου 1982 διάταξη, αποφαίνεται:  
1)
Το πρόσωπο ή τα πρόσωπα τα οποία αφορά η απόφαση, που εξέδωσε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού 3195/75 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1975, με την οποία θεσπίστηκαν οι διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 1798/75 του Συμβουλίου περί της ατελούς, ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου, εισαγωγής αντικειμένων εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα, μπορούν να προβάλουν την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο προσφυγής κατά του καθορισμού τελωνειακού δασμού, με συνέπεια να μπορεί το θέμα του κύρους της αποφάσεως να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.  
2)
Από την εξέταση του Δικαστηρίου δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της αποφάσεως 78/851 της Επιτροπής, της 5ης Οκτωβρίου 1978, περί συμπληρώσεως της αποφάσεως της 23ης Μαΐου 1977, η οποία δεν χορηγεί το ευεργέτημα της ατελούς, ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου, εισαγωγής στο επιστημονικό όργανο που φέρει την ονομασία «Packard 2425 Tri-Carb Spectrometer» με τηλεκτυπωτή.  
Mertens de Wilmars
Pescatore
O'Keeffe
Everling
Mackenzie Stuart
Koopmans
Due
Bahlmann
Galmot
Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Σεπτεμβρίου1983.
Κατ' εντολή
του γραμματέα
Η. Α. Rühl
Κύριος υπάλληλος διοικήσεως
Ο πρόεδρος
J. Mertens de Wilmars

Full & Egal Universal Law Academy