EUR-Lex -  61982CC0265 - EL
Karar Dilini Çevir:
EUR-Lex -  61982CC0265 - EL

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ
SIR GORDON SLYNN
ΠΟΥ ΑΝΑΠΤΫΧΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ 14 ΙΟΥΛΊΟΥ 1983 ( 1 )
Κύριε πρόεδρε,
Κύριοι δικαοτές,
Η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε από γαλλική χαλυβουργία (την «Usinor»), που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Βιομηχανιών Σιδήρου και Χάλυβα (Eurofer), με σκοπό την ακύρωση της από 13ης Αυγούστου 1982 απόφασης της Επιτροπής, με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο 641700 ECU, επειδή η Usinor, υπερβαίνοντας την ποσόστωση παραγωγής της για το τρίτο τρίμηνο του 1981, παρέβη την απόφαση 1831/81 της Επιτροπής της 24ης Ιουνίου 1981 (ΕΕ L 180 της 1. 7. 1981, σ. 1). Επικουρικώς, η Usinor ζητεί την ακύρωση του προστίμου.
Με την απόφαση 1831/81 θεσπίστηκε ένα σύστημα ποσοστώσεων της παραγωγής για τα προϊόντα χάλυβα, ισχύον από 1ης Ιουλίου 1981 μέχρι 30 Ιουνίου 1982 (βλ. άρθρο 16, παράγραφος 2). Σύμφωνα με το άρθρο 5, η Επιτροπή καθορίζει ανά τρίμηνο, για κάθε επιχείρηση (1) τις ποσοστώσεις παραγωγής της και (2) το τμήμα των ποσοστώσεων αυτών που είναι δυνατό να διατεθεί στην κοινή αγορά. Ο τρόπος υπολογισμού των ποσοστώσεων καθορίζεται σε άλλα άρθρα της απόφασης. Το άρθρο 11, παράγραφος 1, επιτρέπει μια υπέρβαση κατά 3%. Το άρθρο 11, παράγραφος 4, ορίζει ότι οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να προβούν σε ανταλλαγές ή πωλήσεις των ποσοστώσεων τους ή τμημάτων των ποσοστώσεων που αφορούν το τρέχον τρίμηνο.
Το άρθρο 10 ορίζει:
«Όσον αφορά τα προϊόντα της κατηγορίας Ια, τα οποία χρησιμοποιούνται σε κατάσταση θερμής ελάσεως για την παραγωγή στην Κοινότητα συγκολλημένων σωλήνων διαμέτρου μικρότερης ή ίσης προς 406,4, η Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεως της επιχειρήσεως συνοδευόμενης από την απόδειξη χρησιμοποιήσεως προς το σκοπό αυτόν, προσαρμόζει την ποσόστωση και επιτρέπέπει τις ανάλογες παραδόσεις.»
Κατά το άρθρο 12 μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο «κατά κανόνα ... 75 ECU ανά τόνο υπερβάσεως», αν μια επιχείρηση υπερβεί τις ποσοστώσεις της.
Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή καθόρισε την ποσόστωση παραγωγής της Usinor για το τρίτο τρίμηνο στις 29 Ιουλίου 1981. Στις 22 Σεπτεμβρίου, η Usinor ζήτησε την προσαρμογή της ποσόστωσης βάσει του άρθρου 10 της απόφασης. Στις 10 Νοεμβρίου, η Επιτροπή με έγγραφο της προς την Eurofer εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο υπολόγιζε την προσαρμογή, τόσο για τις παραδόσεις εντός της κοινής αγοράς, όσο και για την ίδια την ποσόστωση παραγωγής. Από το έγγραφο αυτό προέκυψε (όπως ισχυρίζεται η Usinor, πλην όμως αρνείται η Επιτροπή, για πρώτη φορά) ότι, κατά τους υπολογισμούς της, η Επιτροπή συνέδεσε τις παραδόσεις ενός συγκεκριμένου τριμήνου με την ποσόστωση παραγωγής του ίδιου τριμήνου. Στις 4 Δεκεμβρίου, η Usinor επισήμανε ότι, σε περίπτωση εφαρμογής αυτής της μεθόδου υπολογισμού για το τρίτο τρίμηνο, θα υπερέβαινε την ποσόστωση παραγωγής της, επειδή η εν λόγω παραγωγή χάλυβα υπερέβη τις παραδόσεις κατά 17708 τόνους. Από την ποσότητα αυτή, 12794 τόνοι αντιπροσώπευαν μέρος παραγγελίας των Σωληνουργείων Κορίνθου Α.Ε., ελληνικής επιχείρησης, που έγινε αποδεκτή από την Usinor τον Αύγουστο, για 41300 τόνους ρολών θερμής ελάσεως για την κατασκευή συγκολλημένων σωλήνων χάλυβα, η παράδοση των οποίων συμφωνήθηκε να γίνει «με τμηματικές αποστολές, κατ' επιλογή του εργοστασίου, μετά το Σεπτέμβριο του 1981». Το συγκεκριμένο φορτίο παρήχθη εντός του τρίτου τριμήνου, αλλά παραδόθηκε τον Οκτώβριο, διότι το πλοίο δεν ήταν διαθέσιμο προς φόρτωση και φαίνεται ότι καθυστέρησε για λόγους εκφεύγοντες από τον έλεγχο της Usinor. Κατά συνέπεια, η Usinor ζήτησε την προσαρμογή της ποσόστωσης της, ώστε να ληφθεί υπόψη αυτή η περίσταση.
Με έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 1981, η Επιτροπή αύξησε την ποσόστωση παραγωγής της Usinor για τα προϊόντα κατηγορίας Ια σε 671852 τόνους και το τμήμα που θα μπορούσε να παραδοθεί εντός της Κοινότητας σε 442905 τόνους, αύξηση δηλαδή 14132 τόνων για εκάτερη περίπτωση έναντι των μεγεθών του Ιουλίου.
Πράγματι, προέκυψε ότι η παραγωγή του εν λόγω χάλυβα κατά το τρίτο τρίμηνο ανήλθε σε 685990 τόνους, αύξηση δηλαδή 8556 τόνων έναντι της χορηγηθείσας ποσόστωσης προσαρμοσμένης κατά το επιτρεπόμενο περιθώριο υπέρβασης 3 %.
Στις 16 Μαρτίου 1982, η Επιτροπή απευθύνθηκε με έγγραφο στην Usinor, ενημερώνοντας την σχετικά και ζητώντας τις παρατηρήσεις της. Η Usinor απάντησε με επιστολή της της 26ης Μαρτίου 1982, λέγοντας ότι ο λόγος της υπέρβασης ήταν ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη το πραγματικό επίπεδο της παραγωγής, όταν επέφερε την προσαρμογή βάσει του άρθρου 10. Προσκόμισε στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι, κατά το τέταρτο τρίμηνο 1981, το επίπεδο της παραγωγής ήταν κατώτερο της ποσόστωσης παραγωγής για το τρίμηνο αυτό, διότι η προσαρμογή που έγινε βάσει του άρθρου 10 υπολογίστηκε και πάλι βάσει των παραδόσεων, το επίπεδο των οποίων ήταν αυξημένο καθόσον περιλάμβανε την ποσότητα για τα Σωληνουργεία Κορίνθου, που είχε παραχθεί κατά το προηγούμενο τρίμηνο. Γενικά, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1981 δεν υπήρξε υπέρβαση της ποσόστωσης παραγωγής για τα προϊόντα κατηγορίας Ια, που εμπίπτουν στο σύστημα ποσοστώσεων. Ύστερα από περαιτέρω επαφές μεταξύ των μερών, η Επιτροπή εξέδωσε στις 13 Αυγούστου 1982 την απόφαση με την οποία επέβαλε στην Usinor πρόστιμο, υπολογιζόμενο προς 75 ECU ανά τόνο για 8556 τόνους. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην Usinor στις 24 Αυγούστου και το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο κατατέθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1982.
Μολονότι η Usinor θα μπορούσε να αποφύγει την υπέρβαση της ποσόστωσης, αν δεν είχε πωλήσει ή ανταλλάξει τμήμα της αρχικής της ποσόστωσης 6άσει του άρθρου 11, παράγραφος 4, της απόφασης 1831/81, προκύπτει ότι, και αν ακόμα ληφθούν υπόψη τα τμήματα της ποσόστωσης που μεταβιβάστηκαν σε άλλες επιχειρήσεις, δεν θα είχε υπάρξει υπέρβαση της ποσόστωσης, αν η Επιτροπή είχε επιφέρει μια προσαρμογή καλύπτουσα την παράδοση κατά το τέταρτο τρίμηνο της ποσότητας για τα Σωληνουργεία Κορίνθου, που στην πραγματικότητα παρήχθη κατά το τρίτο τρίμηνο. Συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι το πρόστιμο επιβλήθηκε στην Usinor λόγω υπερβάσεως ποσοστώσεως, παρόλον ότι η υπέρβαση οφείλεται σε προϊόντα που, όπως δέχεται η Επιτροπή, εμπίπτουν στο άρθρο 10 της απόφασης. Επομένως, το ζήτημα είναι σε ποιο τρίμηνο πρέπει να υπολογιστούν τα προϊόντα αυτά.
H απόφαση 1831/81 νομίζω ότι είναι εν προκειμένω σαφής. Ο κατασκευαστή: προϊόντων κατηγορίας Ια διατρέχει κίνδυνο επιβολής προστίμου, αν στη διάρκεια ενός τριμήνου παραγάγει περισσότερο από την αρχικά καθορισμένη ποσόστωση, προσαρμοσμένη: (α) κατά τις τυχόν επιτρεπόμενες πωλήσεις ή ανταλλαγές, (6) κατά το περιθώριο επιτρεπόμενης υπέρβασης 3 %, (γ) κατά την ποσότητα του εν λόγω χάλυβα με τη μορφή προϊόντων θερμής ελάσεως, που χρησιμοποιείται πράγματι εντός της Κοινότητας για την κατασκευή των ειδικών σωλήνων. Η προσαρμογή βάσει του στοιχείου (γ), κατά στενή ερμηνεία, μπορεί να γίνει μόνο αφού αποδειχτεί η χρησιμοποίηση, η Επιτροπή όμως φαίνεται ως δεχόμενη την απόδειξη της παράδοσης για την εν λόγω χρησιμοποίηση ως απόδειξη της χρησιμοποίησης. Προφανώς, η κατασκευή των προϊόντων της κατηγορίας Ια και η χρησιμοποίηση των ίδιων προϊόντων για το σκοπό για τον οποίο ελήφθη η άδεια, μπορεί να συντελεστούν σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Η παράδοση και, κατά μείζονα λόγο, η πραγματική χρησιμοποίηση του χάλυβα αυτού για την κατασκευή σωλήνων μπορεί να γίνει αργότερα εντός του ίδιου τριμήνου, ή σε μεταγενέστερα τρίμηνα, ιδίως αν ο χάλυβας παραχθεί προς το τέλος ενός τριμήνου. Η προσαρμογή βάσει του στοιχείου (γ) μπορεί επομένως να γίνει μόνο ex post facto. Εξακολουθεί, όμως, να είναι προσαρμογή της ποσόστωσης παραγωγής για το τρίμηνο κατά το οποίο παρήχθη ο χάλυβας. Συνεπώς, αν προσκομιστούν αποδείξεις περί του ότι ο χάλυβας που παρήχθη κάποιο τρίμηνο χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή σωλήνων σε κάποιο μεταγενέστερο τρίμηνο, η ποσόστωση του πρώτου τριμήνου είναι εκείνη που πρέπει να προσαρμοστεί. Δεν υφίσταται διακριτική ευχέρεια να γίνει μερική προσαρμογή.
Δεν μπορώ να δεχτώ, όπως φαίνεται ότι ισχυρίστηκε η Επιτροπή κατά την προφορική συζήτηση, ότι αποτελεί ακριβή εφαρμογή του συστήματος το ότι ένας κατασκευαστής κοινοποιεί, σαν μέρος των μεγεθών της παραγωγής του για ένα τρίμηνο, ποσότητες χάλυβα που παραδόθηκαν κατά το τρίμηνο αυτό, ενώ είχαν παραχθεί σε προηγούμενο τρίμηνο. Συνεπώς, κατά την άποψη μου, η Επιτροπή όφειλε να προσαρμόσει την ποσόστωση για το τρίτο τρίμηνο έτσι, ώστε να περιλάβει το χάλυβα που παρήχθη κατά το τρίτο τρίμηνο, αλλά παραδόθηκε κατά το τέταρτο τρίμηνο και χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια για την κατασκευή των ειδικών σωλήνων.
Η δυσχέρεια εν προκειμένω έγκειται στο ότι η Usinor δεν προσέβαλε την απόφαση, που της κοινοποιήθηκε με το έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 1981, με την οποία καθοριζόταν η προσαρμογή που έπρεπε να γίνει βάσει του άρθρου 10. Κατά συνέπεια, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την απόφαση αυτή και, από νομική άποψη, υπερέβη πράγματι την καθορισθείσα ποσόστωση. Δεν μπορεί, επομένως, κατά την άποψη μου να ακυρωθεί το άρθρο 1 της απόφασης που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή, στο οποίο ορίζεται ότι η Usinor, υπερβαίνοντας την καθορισθείσα για το τρίτο τρίμηνο ποσόστωση, παρέβη την απόφαση 1831/81.
Επιπλέον, δεν νομίζω ότι, όπως φαίνεται ότι υποστηρίζει η Usinor, η τρίτη παράγραφος του άρθρου 36 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία να ακυρώσει απόφαση που δεν έχει προσβληθεί εμπροθέσμως (βλ. για παράδειγμα, υπόθεση 3/59, Γερμανία κατά Ανωτάτης Αρχής [1960] ECR 53, στη σ. 61).
Ούτε θεωρώ ότι συντρέχει παραβίαση της αΡλής της ασφάλειας του δικαίου, όπως ισχυρίζεται η Usinor. Μπορεί βέβαια η Επιτροπή να έκανε γνωστή τη μέθοδό της ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 10, προφορικά, την 1η Νοεμβρίου 1981 ή με το έγγραφο της 10ης Νοεμβρίου 1981. Αυτό, όμως, που έχει σημασία εν προκειμένω δεν είναι το τι νόμιζε η Επιτροπή ότι σήμαινε η απόφαση 1831/81, αλλά τι πράγματι σήμαινε και αν η έννοια της ήταν σαφής. Το γεγονός ότι η Επιτροπή διαπίστωσε την εσφαλμένη ερμηνεία της αργότερα, κατά τον ισχυρισμό της Usinor, ουδόλως συνιστά παραβίαση της αρχής της οποίας γίνεται επίκληση.
Για τους λόγους αυτούς, το αίτημα περί ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επικουρικώς, η Usinor ζητεί τη μείωση του προστίμου, διότι ενήργησε καλή τη πίστει και δεν προκάλεσε ζημία στην Κοινότητα. Επιπλέον, η υπέρβαση της ποσόστωσης ήταν τυπική και μόνο, όχι ουσιαστική, για μικρή σχετικά ποσότητα, και επομένως η παράβαση δεν ήταν αρκετά σοβαρή, ώστε να δικαιολογήσει το επιβληθέν πρόστιμο.
Το άρθρο 12 της απόφασης 1831/81 παρέχει στην Επιτροπή διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του προστίμου, που κρίνεται σκόπιμο να επιβληθεί σε μια επιχείρηση. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής ισχυρίστηκε ότι η διακριτική αυτή ευχέρεια μπορεί να ασκηθεί μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση αφερέγγυας επιχείρησης' σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, πρέπει να ακολουθείται η «κατά κανόνα» ρύθμιση ότι το πρόστιμο πρέπει να είναι 75 ECU για κάθε τόνο υπέρβασης της ποσόστωσης. Μολονότι δέχομαι τον ισχυρισμό της Επιτροπής, ότι οι παραβάσεις πρέπει να εξετάζονται ανά τρίμηνο και όχι για μακρότερη χρονική περίοδο, δεν είμαι πεπεισμένος ότι το άρθρο 12 πρέπει να ερμηνευτεί τόσο στενά όσο αποδείχτηκε. Πάντως, ανεξαρτήτως του τι μπορούσε ή όφειλε να πράξει η Επιτροπή, το Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 36 της συνθήκης, έχει πλήρη δικαιοδοσία. Εν προκειμένω δεν συντρέχει, κατά την άποψή μου, περίπτωση μείωσης του προστίμου, έστω και σε συμβολικό μέγεθος. Πρέπει να διαγραφεί, διότι επιβλήθηκε για παραγωγή η οποία έπρεπε να είχε καλυφθεί με προσαρμογή της ποσόστωσης, αν η Επιτροπή είχε εφαρμόσει ορθά το άρθρο 10. Ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να ακυρωθεί η απόφαση είναι ότι η Usinor παρέλειψε να προσβάλει την απόφαση περί προσαρμογής της ποσόστωσης της.
Υπό τις περιστάσεις αυτές, παρέλκει η εξέταση των επιχειρημάτων της Usinor ότι η απόφαση παραβίασε επίσης την αρχή της αναλογικότητας.
Με την προσφυγή της, η Usinor ζήτησε επίσης να της αποδοθούν το «οικονομικό κόστος» χωρίς να το προσδιορίσει. Μόνο κατά την επ'ακροατηρίου συζήτηση ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Usinor κατέστησε σαφές ότι εννοούσε το κόστος της τραπεζικής εγγύησης, η οποία συστάθηκε για τη μη καταβολή του προστίμου εν αναμονή της δικαστικής απόφασης. Στο Δικαστήριο δεν προβλήθηκαν επιχειρήματα προς στήριξη αυτού του αιτήματος. Το Δικαστήριο έχει, εντούτοις, πλήρη δικαιοδοσία και μπορεί επομένως να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει αποζημίωση, έστω και αν το αίτημα αυτό δεν διατυπώθηκε όπως έπρεπε κατά την έγγραφη διαδικασία (βλ. πχ. υπόθεση 44/59 Fiddelaar κατά Επιτροπής [1960] ECR 535 στις σελίδες 542-543, υπόθεση 23/69, Fiehn κατά Επιτροπής [1970] ECR 547 στη σκέψη 17, και υπό9εση 24/79, Oberthür κατά Επιτροπής [1980] ECR 1743 στη σκέψη 14). Μολονότι η απόφαση περί επιβολής προστίμου δεν μπορεί να ακυρωθεί, συνιστά, κατά τη γνώμη μου, υπό τις παρούσες περιστάσεις, όντως παράνομη πράξη που προκάλεσε ζημία στην Usinor. Από ό,τι μπορεί να γίνει αντιληπτό, η ζημία αυτή περιορίζεται στο κόστος στο οποίο υποδλήύηκε για να συστήσει την τραπεζική εγγύηση, πλην όμως δεν προσκομίστηκαν αποδείξεις στο Δικαστήριο για το ύψος της ζημίας. Συνεπώς, πρέπει κατά την άποψή μου να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή υποχρεούται να αποζημιώσει την προσφεύγουσα για το κόστος της τραπεζικής εγγύησης και να υποχρεωθούν οι διάδικοι να ενημερώσουν το Δικαστήριο, εντός διμήνου από της εκδόσεως της αποφάσεως, ως προς το σκοπό της αποζημίωσης που συμφώνησαν, με την επιφύλαξη αποδείξεων και περαιτέρω συζητήσεως επ' αυτού του σημείου κατά τη λήξη του διμήνου, σε περίπτωση κατά την οποία δεν καταλήξουν σε συμφωνία.
Κατά την άποψη μου, συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση καταδίκης της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα, παρά το ότι η Usinor ηττήθηκε ως προς το αίτημα της περί ακυρώσεως.
Κατά τη γνώμη μου, πρέπει, επομένως:
α)
να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως της 13ης Αυγούστου 1982·
6)
να διαγραφεί το επιβληθέν πρόστιμο·
γ)
να καταοάλει η Επιτροπή αποζημίωση στην Usinor ίση προς το κόστος στο οποίο υποβλήθηκε για τη σύσταση της τραπεζικής εγγύησης από την Usinor·
δ)
να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
( 1 ) Μετάφραση από τα αγγλικά.

Full & Egal Universal Law Academy